-
1 роговцйцаби
роговцйца||би́прил κερατώδης, κερατοειδής, κεράτειος, κεράτινος· ◊ \роговцйцабиая оболочка (глаза) ὁ κερατοειδής χιτών. -
2 horny
1) (like horn: a horny substance.) κερατοειδής,κεράτινος2) (as hard as horn: horny hands.) σκληρός,ροζιασμένος3) ((slang) sexually excited; easily aroused sexually: feeling horny.) καυλωμένος,καυλιάρης -
3 роговой
επ.κεράτινος• του κέρατου. || του κόρνου, της κεράτινης τρουμπέτας.εκφρ.- ая обманка – ο αμφιβολίτης (μέταλλο)•- ая оболочка – ο κερατοειδής χιτώνας (του ματιού). -
4 Horn
subs.P. and V. κέρας, τό.Horn for drinking: P. and V. κέρας, τό (Xen.).Made of horn, adj.: P. κεράτινος (Xen.).Lift up one's horn, met., v.: Ar. κερουτιᾶν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Horn
-
5 Horny
adj.Made of horn: P. κεράτινος (Xen.).Made hard: use P. τετυλωμένος (Xen.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Horny
См. также в других словарях:
κεράτινος — η, ο (Α κεράτινος, ίνη, ον) [κέρας] ο κατασκευασμένος από κέρατα («ἔπινον ἐκ κερατίνων ποτηρίων», Ξεν.) νεοελλ. φρ. ανατ. «κεράτινη στιβάδα» το σκληρό εντελώς εξωτερικό τμήμα τού δέρματος που αποτελείται από λεπιοειδή πέταλα σχηματισμένα από τα… … Dictionary of Greek
κεράτινος — κερά̱τινος , κεράτινος made of horn masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερατίνας — κερᾱτίνᾱς , κεράτινος made of horn fem acc pl κερᾱτίνᾱς , κεράτινος made of horn fem gen sg (doric aeolic) κερατίνᾱς , κερατίνης the fallacy called the Horns masc acc pl κερατίνᾱς , κερατίνης the fallacy called the Horns masc nom sg (epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερατίνων — κερᾱτίνων , κεράτινος made of horn fem gen pl κερᾱτίνων , κεράτινος made of horn masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεράτινον — κερά̱τινον , κεράτινος made of horn masc acc sg κερά̱τινον , κεράτινος made of horn neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ясколка — Ясколка … Википедия
CORNU — proprie de quadrupedibus. Plin. l. 11. c. 37. Cornua multis quidem et aquatilium et marinorum et serpentum variis data sunt modis: sed quae iure cornua intelligantur, quadrupedum generi tantum Nec alibi maior naturae lascivia lusit animalium… … Hofmann J. Lexicon universale
ORACULUM — Luc. Senecae Praefat. l. 1. Controv. voluntas est divina hominis ore denuntiata. Ciceroni Topic. Deorum Oratio. Hinc, quod Principes Romani aliquid Maiestatis superhumanae, unde Divi appellabantur, sibi attribuêre, Deorumque e numero sese esse… … Hofmann J. Lexicon universale
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek
κεράτινης — ο (Α κερατίνης) [κεράτινος] παγιδευτικό σόφισμα τού Μεγαρικού φιλοσόφου Ευβουλίδη («εἴ τι οὐκ ἀπέβαλες, τοῡτο ἔχεις κέρατα δὲ οὐκ ἀπέβαλες κέρατα ἄρα ἔχεις») … Dictionary of Greek
κεραός — κεραός, ά, όν, ποιητ. τ. θηλ. κεράς, άδος (Α) 1. αυτός που έχει κέρατα, κερασφόρος («εὑρών... ἔλαφον κεραόν», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που έχει κατασκευαστεί από κέρατο, κεράτινος («κεραοὺς δὲ πέριξ ὑπεβάλλετο τοίχους», Καλλ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < *κερα Fός.… … Dictionary of Greek