Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κεραυνός

  • 1 κεραυνός

    [неравное] ουσ. а. молния, молния с громом,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κεραυνός

  • 2 молния

    молния ж 1) ο κεραυνός, η αστραπή· сверкает \молния αστράφτει 2) (застёжка) το φερμουάρ
    * * *
    ж
    1) o κεραυνός, η αστραπή

    сверка́ет мо́лния — αστράφτει

    2) ( застёжка) το φερμουάρ

    Русско-греческий словарь > молния

  • 3 молния

    θ.
    1. αστραπή•

    линеиная молния γραμμική ή επιφανειακή αστραπή•

    шаровая молния σφαιροειδής αστραπή•

    с быстротой -и με αστραπιαία ταχύτητα.

    || κεραυνός, αστροπελέκι•

    ударила έπεσε κεραυνός.

    2. τηλεγράφημα κατεπείγον.
    3. εφημερίδα έκτακτη• ανακοίνωση, είδηση έκτακτη, εσπευσμένη.

    Большой русско-греческий словарь > молния

  • 4 молния

    1. (разряд атмосферного электричества) η αστραπή, ο κεραυνός, το αστροπελέκι, зигзагообразная - ελικοειδής -
    шаровая - σφαιρική -, σφαιροειδής -
    2. (категория телеграммы) (устаревшее) το κατεπείγον τηλεγράφημα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > молния

  • 5 гром

    гром
    м
    1. ἡ βροντή:
    удар \грома ὁ κεραυνός· \гром гремит βροντά, βροντάει, μπου-μπουνίζει·
    2. перен (сильный шум) ἡ βροντή, ὁ κρότος, τό μπουμπουνητό:
    \гром пу́шек ἡ βροντή τῶν κανονιών \гром аплодисментов θύελλα χειροκροτημάτων ◊ как \громом пораженный κεραυνόπληκτος, ἐμβρόντητος· как \гром среди ясного неба ἀναπάντεχα, ἄνευ προειδοποιήσεως· метать \громы и молнии ἀπειλώ θεούς καί δαίμονες.

    Русско-новогреческий словарь > гром

  • 6 молния

    молни||я
    ж
    1. ἡ ἀστραπή, ὁ κεραυνός, τό ἀστροπελέκι:
    шаровидная \молния ἡ σφαι-ροειδής ἀστραπή· вспышка \молнияи τό ἀσ-τροποβόλημα· уди́р \молнияи ἡ κεραυνοβολία·
    2. (застежка) τό φερμουάρ· ◊ телеграмма· \молния τό κατεπείγον τηλεγράφημα.

    Русско-новогреческий словарь > молния

  • 7 ударить

    удари||ть
    сов см. ударять· ◊ \ударить по карма́ну разг ξεπαραδιάζω· \ударить по рукам (при сговоре) разг κλείνω συμφωνία· \ударить в штыки́ воен. ἐπιτίθεμαι μέ ἐφ' ὅπλου λόγχη· гром \ударитьл βρόντηξε· молния \ударитьла в дерево ὁ κεραυνός χτύπησε τό δένδρο· вино \ударитьло в голову τό κρασί κτύπησε στό κεφάλι· \ударитьл тропический ливень ξέσπασ*· δυνατή βροχή· \ударитьли морозы πλάκωσαν ὁ£ παγωνιές· не \ударить лицом в грязь βγαίνω ἀσπροπρόσωπος· палец о па́-лец не \ударить δέν μοῦ καίγεται καρφί.

    Русско-новогреческий словарь > ударить

  • 8 шаровидный

    шарови́дн||ый
    прил σφαιρικός, σφαι-ροειδής:
    \шаровидныйая молния ὁ σφαιροειδής κεραυνός.

    Русско-новогреческий словарь > шаровидный

  • 9 молния

    [μόλνιγια/] ουσ. θ. κεραυνός, αστραπή

    Русско-греческий новый словарь > молния

  • 10 молния

    [μόλνιγια] ουσ θ κεραυνός, αστραπή

    Русско-эллинский словарь > молния

  • 11 гром

    α., γεν. πλθ. -ов
    βροντή, μπουμπουνητό• κεραυνός. || θόρυβος, πάταγος•

    аплодисментов θύελλα χειρικροτημάτων.

    εκφρ.
    (как) гром среди ясного неба – τελείως απροσδόκητα•
    как -ом пораженный, ошеломленныйκ.τ.τ. εμβρόντητος•
    метать -ы и молнии – εκτοξεύω (εξακοντίζω) μύδρους• απειλώ θεούς και δαίμονες•
    пока гром не грянет – οσο ακόμα είναι νωρίς, πριν ξεσπάσει η μπόρα.

    Большой русско-греческий словарь > гром

  • 12 громовой

    κ. παλ. громовый, επ.
    1. της βροντής, του κεραυνού•

    громовой отвод αλεξικέραυνο•

    -ая туча σύννεφο καταιγίδας•

    -ые раскаты οι βροντές, το μπουμπουνητό•

    громовой удар κεραυνός, κεοαυνοβόλημα, χτύπημα κεραυνού.

    2. ηχηρότατος, ξεκουφαντικός, εκκωφαντικός, βροντερός•

    громовой голос βροντερή φωνή.

    3. μτφ. κεραυνοβόλος.

    Большой русско-греческий словарь > громовой

  • 13 ударить

    -рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ударенный, βρ: -рен, -а, -о
    ρ.σ.
    1. χτυπώ•

    ударить кулаком по столу χτυπώ τη γροθιά πάνωστο τραπέζι•

    ударить по липу χτυπώ στο πρόσωπο•

    ударить палкой χτυπώ με τη μαγκούρα•

    ударить в грудь χτυπώ στο στήθος•

    ударить огнивом πριοβολίζω.

    || μτφ. εισδύω, μπαίνω•

    лучи солнца -ли в нашу комнату οι ακτίνες του ήλιου μπήκαν στο δωμάτιο.

    || μτφ. πλήττω•

    мне вино сразу ударитьло в голову εμένα το κρασί αμέσως με χτύπησεστο κεφάλι.

    2. κρούω•

    ударить в колокол χτυπώ την καμπάνα•

    ударить в ладоши χτυπώ τα παλαμάκια•

    ударить тревогу σημαίνω (βαρώ) συναγερμό•

    -ло четыре часа χτύπησε τέσσερις η ώρα.

    3. πυροβολώ•

    он -ил бекаса и промахнулся αυτός πυροβόλησε τη μπεκάτσα και δεν την πέτυχε.

    4. επιτίθεμαι ορμητικά και ξαφνικά•

    ударить врага со всех сторон χτυπώ αιφνιδιαστικά τον εχθρόαπ όλες τις μεριές (από παντού).

    || μτφ. αγωνίζομαι κατά τίνος•

    ударить по бюрократизму χτυπώ το γράφε ιοκρατισμό.

    || μτφ. αρχίζω δραστήρια να κάνω κάτι.
    5. (για φυσικά φαινόμενα)• επέρχομαι ξαφνικά•

    к утру -ил ливень κατά το πρωί έρριξε απότομα ραγδαία βροχή•

    -ла гроза έπεσε κεραυνός•

    -ил сильный мороз έπεσε δυνατό κρύο.

    || το ρίχνω•

    ударить по водке το ρίχνω στη βότκα (πίνω συχνά βότκα).

    6. πλήττω•

    его -ил паралич τον χτύπησε παράλυση (έπαθε παράλυση).

    || κατέχομαι, με πιάνει•

    от жары его -ил пот από τη ζέστη έτρεξε ιδρώτας.

    7. τονίζω, υπογραμμίζω.
    εκφρ.
    ударить во все колокола – διακουδουνίζω, διατυμπανίζω, διαθρυλώ, διαλαλώ•
    ударить по карману – βλάπτω, ζημιώνω οικονομικά.
    1. χτυπώ, χτυπιέμαιπροσκρούοντας. || μωλωπίζομαι.
    2. επιπίπτω•

    камень -ился в окно η πέτρα χτύπησε στο παράθυρο.

    3. παραδίδομαι-
    επιδίδομαι• το ρίχνω•

    ударить воспоминаниями παραδίδομαι στις αναμνήσεις•

    ударить в распутство το ρίχνω στον εκφυλισμό•

    ударить в спорт επιδίδομαι στον αθλητισμό.

    4. (με τις λ. «бегство», «бежать») τρέχω ολοταχώς.
    εκφρ.
    ударить об заклад – στοιχηματίζω.

    Большой русско-греческий словарь > ударить

См. также в других словарях:

  • Κεραυνός — thunderbolt masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραυνός — thunderbolt masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραυνός — Ακαριαία, ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση μεταξύ νέφους και εδάφους, εξαιτίας της παρουσίας ισχυρού ηλεκτρικού πεδίου στον συγκεκριμένο χώρο της ατμόσφαιρας. Αν η εκκένωση συμβεί μεταξύ δύο νεφών ή στο εσωτερικό ενός νέφους, η εκκένωση αυτή καλείται… …   Dictionary of Greek

  • κεραυνός — ο αστροπελέκι: Έπεσε κεραυνός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πτολεμαίος ο Κεραυνός — (320 – 280 π.Χ.). Βασιλιάς της Μακεδονίας (282 – 280 π.Χ.), πρωτότοκος γιος του Πτολεμαίου A’ του Λάγου και της Ευρυδίκης, κόρης του Αντιπάτρου. Μετά την ανακήρυξη του Π. B’ του Φιλαδέλφου ως διαδόχου του θρόνου, ο Π. ο Κ. κατέφυγε δυσαρεστημένος …   Dictionary of Greek

  • Κεραυνῶν — Κεραυνός thunderbolt fem gen pl Κεραυνός thunderbolt masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κεραυνόν — Κεραυνός thunderbolt masc acc sg Κεραυνός thunderbolt neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κεραυνοῖς — Κεραυνός thunderbolt masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραυνοῖς — κεραυνός thunderbolt masc dat pl κεραυνόω strike with thunderbolts pres opt act 2nd sg κεραυνόω strike with thunderbolts pres subj act 2nd sg κεραυνόω strike with thunderbolts pres ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κεραυνοῖσι — Κεραυνός thunderbolt masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραυνοῖσι — κεραυνός thunderbolt masc dat pl (epic ionic aeolic) κεραυνόω strike with thunderbolts pres part act masc/neut dat pl (doric aeolic) κεραυνόω strike with thunderbolts pres subj act 3rd sg (epic) κεραυνόω strike with thunderbolts pres ind act 3rd… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»