-
1 κερασία
-
2 Κερασιά
Κερασιά ηКерасья – афонское пустынножительное поселение, состоящее из одинадцати келий. Находится между Кавсокаливией и Великой Лаврой на уровне 650 м над морем между двумя горными массивамиЭтим.«черешня (дерево)» -
3 κερασιά
η черешня (дерево) -
4 κεράσια
κεράσιονfruit of the: neut nom /voc /acc pl -
5 κερασιά
[керасиа] ουσ. Θ. черешняΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κερασιά
-
6 κερασιά
[керасиа] ουσ θ черешня. -
7 κερασιά
cerisier -
8 Όπου ακούς πολλά κεράσια, βάστα μικρό καλάθι
Там где говорят о большом урожае черешни, может хватить и маленькой корзины• Не стоит доверять всему о чём говорят• Доверяй, но проверяйИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όπου ακούς πολλά κεράσια, βάστα μικρό καλάθι
-
9 cerisier
κερασιά -
10 черешня
черешня ж 1) (плод ) το κεράσι 2) (дерево ) η κερασιά* * *ж1) ( плод) το κεράσι2) ( дерево) η κερασιά -
11 βράζω
1. μετ.1) кипятить; варить;βράζω νερό (γάλα) — кипятить воду (молоко);
βράζω κρέας — варить мясо;
2) тех варить (металл);2. αμετ. 1) прям., перен. кипеть; бурлить; вскипать;τό νερό βράζει — вода кипит;
θάλασσα βράζει — море бурлит;
η δουλειά βράζει — работа кипит;
βράζω από θυμό — выходить из себя, быть в ярости;
βράζω από το κακό μου — или βράζ από κακία — кипеть злобой;
βράζω ολόκληρος — во мне всё кипит;
έβρασε το σιμά μου у меня кровь закипела в жилах, я был вне себя (от ярости, гнева);βράζει το αίμα του — у него кровь играет (в жилах); — в нём кровь играет; — у него горячая кровь;
βράζει το στήθος του — у него клокочет в груди;
2) вариться, развариваться;αυτά τα φασόλια δεν βράζουν — эта фасоль не разваривается;
3) бродить, закисать;4) перен. перегреваться, раскаляться, накаляться;τό σπίτι βράζει απ' τη ζέστη — в доме невыносимая жара;
τό χώμα βράζει — земля горит от зноя;
5) кишеть; изобиловать;βράζει η μυίγα — мухи кишмя кишат;
βράζουν τα μήλα στην αγορά — на рынке полно яблок;
§ βράζω με το ζουμί μου — лопаться от злости, зависти;
βράζει η κερασιά απ' τα κεράσια — черешня вся усыпана плодами;
αυτόν βράσ' τον он пустое место;βράσ' τα Χαράλαμπε! дело дрянь!; να σε βράσω! да сгори ты совсем!, пропади ты пропадом!; να (τα) βράσω τα λεφτά σου! плевать мне на твой деньги!;καθένας βράζει με το ζουμί του — погов, у каждого свои заботы;
σ' ενα καζάνι βράζουμε — погов, варимся в одном котле; — одну лямку тянем
-
12 черешневый
επ.κερασένιος, της κερασιάς ή του κερασιού• από κερασιά ή από κεράσι•-ая косточка κουκούτσι κερασιού•
черешневый лист φύλλο κερασιάς•
черешневый чубук τσιμπούκί από κερασιά•
-ое варенье γλυκό από κεράσι.
-
13 черешня
1. (плод) η κέρασος, разг. το κεράσι 2. (дерево) η κερασιά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > черешня
-
14 черешня
черешняж1. (плод) τό κεράσι [-ον]/2. (дерево) ἡ κερασιά. -
15 κερασέα
η см. κερασιά -
16 κέρασος
-
17 черешня
[τσιριέσνγια] ουσ. θ. κεράσι, κερασιά -
18 черешня
[τσιριέσνγια] ουσ θ κεράσι, κερασιά -
19 черёмуха
-и θ.κερασιά η μαχαλέβια, αγριοκερασιά. -
20 черешня
-и θ.1. η κερασιά.2. το κεράσι•варенье изчерешняи γλυκό από κεράσι.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κερασιά — Δέντρο του γένους Prunus της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενές της ανατολικής Ευρώπης και της εύκρατης Ασίας. Περιλαμβάνει καλλιεργούμενες και άγριες ποικιλίες. Τα δύο πιο κοινά είδη του γένους είναι ο κέρασος ο γλυκόκαρπος (Prunus … Dictionary of Greek
κερασία — Δέντρο του γένους Prunus της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενές της ανατολικής Ευρώπης και της εύκρατης Ασίας. Περιλαμβάνει καλλιεργούμενες και άγριες ποικιλίες. Τα δύο πιο κοινά είδη του γένους είναι ο κέρασος ο γλυκόκαρπος (Prunus … Dictionary of Greek
κερασιά — η το οπωροφόρο δέντρο κερασιά: Έχει πολλές κερασιές το χωριό αυτό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κεράσια — κεράσιον fruit of the neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νέα Κερασιά — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.105 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στο εσωτερικό του ακρωτηρίου Μεγάλο Καραμπουρνού, κοντά στη Νέα Μηχανιώνα. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μηχανιώνας. Έως το 1981 ονομαζόταν Έμβολο … Dictionary of Greek
δρύπη — Σαρκώδης καρπός με ξυλώδες ενδοκάρπιο (κουκούτσι), που αποτελεί το κέλυφος του πυρήνα. Η δ. είναι χαρακτηριστικός καρπός πολυάριθμων φυτών της οικογένειας των ροδιδών (υποοικογένεια προνοειδή, π.χ. δαμασκηνιά, κερασιά, βερικοκιά και ροδακινιά).… … Dictionary of Greek
κέρασος — η (ΑΜ κέρασος, ὁ, Α και κερασός, ὁ) το οπωροφόρο δέντρο κερασιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει το ληκτικό μόρφημα σος που είναι χαρακτηριστικό δάνειων λ. (πρβλ. θίασος, κάρπασος). Θα πρέπει να αποτελεί παλαιότατο δάνειο (πιθ. από την περιοχή τού… … Dictionary of Greek
κεράσι — το (ΑΜ κεράσιον) ο καρπός τής κερασιάς νεοελλ. φρ. «όπου ακούς πολλά κεράσια κράτα και μικρό καλάθι» όταν ακούς βαρύγδουπα λόγια ή μεγάλες υποσχέσεις να είσαι επιφυλακτικός μσν. αρχ. η κερασιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρασος + υποκορ. κατάλ. ι (ον), πρβλ … Dictionary of Greek
κερασέα — Ονομασία οικισμών. Βλ. λ. Κερασιά. * * * η (Μ κερασέα) βλ. κερασιά … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek
Paliani — (Παλιανή) is a municipality in the Heraklion Prefecture, Crete, Greece. Population 2,404 (2001). The seat of the municipality is in Venerato. Until 2002, the municipality was named Tetrachori .In the dimos local government of Paliani Παλιανή ,… … Wikipedia