-
1 газель
См. также в других словарях:
κεμάς — κεμάς, άδος και ποιητ. τ. κεμμάς, και στον Ησύχ. κεμφάς, ἡ (Α) μικρό, νεαρό ελάφι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kem «χωρίς κέρατα». Ο τ. κεμάς προέκυψε είτε από κάποιον αμάρτυρο τ. *κέμος, με θ. σε ο, αντίστοιχο τού αρχ. ινδ. śama «χωρίς κέρατα» … Dictionary of Greek
κεμάς — young deer fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεμμάδες — κεμάς young deer fem nom/voc pl κεμμάς young deer fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεμμάδος — κεμάς young deer fem gen sg κεμμάς young deer fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεμμάς — κεμάς young deer fem nom sg κεμμάς young deer fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεμμάσιν — κεμάς young deer fem dat pl κεμμάς young deer fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεμάδα — κεμάς young deer fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεμάδας — κεμάς young deer fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεμάδες — κεμάς young deer fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεμάδεσσι — κεμάς young deer fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεμάδεσσιν — κεμάς young deer fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)