-
1 καυχησις
-
2 καύχησις
ἡ καύχησις, εως похвальба, самохвальство -
3 καύχησις
{сущ., 12}восхваление, похвальба, хвастовство, тщеславие.Ссылки: Рим. 3:27; 15:17; 1Кор. 15:31; 2Кор. 1:12; 7:4, 14; 8:24; 9:4; 11:10, 17; 1Фес. 2:19; Иак. 4:16. LXX: 8597 (הָרָאפְתִּ).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > καύχησις
-
4 καύχησις
{сущ., 12}восхваление, похвальба, хвастовство, тщеславие.Ссылки: Рим. 3:27; 15:17; 1Кор. 15:31; 2Кор. 1:12; 7:4, 14; 8:24; 9:4; 11:10, 17; 1Фес. 2:19; Иак. 4:16. LXX: 8597 (הָרָאפְתִּ).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > καύχησις
-
5 καύχησις
восхваление, похвальба, хвастовство, тщеславие; LXX: (תִּפְאָרָה).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > καύχησις
-
6 καύχησις
гордостьхвастовствоΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > καύχησις
-
7 2746
{сущ., 12}восхваление, похвальба, хвастовство, тщеславие.Ссылки: Рим. 3:27; 15:17; 1Кор. 15:31; 2Кор. 1:12; 7:4, 14; 8:24; 9:4; 11:10, 17; 1Фес. 2:19; Иак. 4:16. LXX: 8597 (הָרָאפְתִּ).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2746
См. также в других словарях:
καύχησις — boasting fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυχήσει — καύχησις boasting fem nom/voc/acc dual (attic epic) καυχήσεϊ , καύχησις boasting fem dat sg (epic) καύχησις boasting fem dat sg (attic ionic) καυχάομαι speak loud fut ind mp 2nd sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυχήσεις — καύχησις boasting fem nom/voc pl (attic epic) καύχησις boasting fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καύχησιν — καύχησις boasting fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακαυχησία — και ακαυχησιά, η (Μ ἀκαυχησία) [καύχησις] η έλλειψη καυχήσεως, η ταπεινοφροσύνη … Dictionary of Greek
καύχηση — η (Α καύχησις) [καυχώμαι] 1. το να καυχιέται κάποιος, καυχησιά, κομπασμός, καυχησιολογία 2. αντικείμενο καύχησης, περηφάνειας, καύχημα … Dictionary of Greek
κομπαγωγία — κομπαγωγία, ἡ (Α) καυχησιολογία, κομπασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος «καύχησις» + αγωγία < αγωγῶ < ἀγωγός), πρβλ. δημ αγωγία, σκληρ αγωγία] … Dictionary of Greek
ՊԱՐԾԱՆՔ — (նաց.) NBH 2 0635 Chronological Sequence: Early classical, 6c գ. καύχημα, καύχησις, γαυρίαμα, κόμπος gloriatio, jactatio, jactantia, ostentatio. Պարծիլն, եւ նիւթ պարծելոյ. պարծանք. շքեղութիւն. պերճութիւն. եւ յարգանք. եւ Մեծաբանութիւն. ... *Նա է… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
καυχήσεων — καυχήσεω̆ν , καύχησις boasting fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυχήσεως — καυχήσεω̆ς , καύχησις boasting fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυχήσῃ — καυχήσηι , καύχησις boasting fem dat sg (epic) καυχάομαι speak loud aor subj mp 2nd sg (attic ionic) καυχάομαι speak loud fut ind mp 2nd sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)