-
1 καύσωνας
[кафсонас] ουσ. а. жар, зной.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καύσωνας
-
2 зной
-
3 жар
-а (-у), προθτ. о -е, в -у, на -у а.1. ζέστα, ζεστασιά, θάλπος. || καύσωνας, καύμα, κάψα, λιοπύρι•жар спал ο καύσωνας έπεσε, μειώθηκε.
|| αναμμένα κάρβουνα, ανθρακιά, θράκα.2. πυρετός, θέρμη, κάψα. || έξαψη, άναμμα•его бросило в жар от этих слов αυτά τα λόγια τον φούρκισαν (τον κόρωσαν).
3. ένθερμος ζήλος• πάθος•говорить с -ом μιλώ με πάθος.
4. μτφ. φούρια, άναμμα, κορύφωμα έξαψης.εκφρ.с -ом – επίρ. ένθερμα•чужими руками жар загребать – παρμ. με ξένα κόλλυβα μακαρίζει τους γονιούς του ή το ξένο βίος ο καλόγηρος για την ψυχή του δίνει. -
4 жара
(зной) о καύσωναςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > жара
-
5 зной
знойм ἡ κάψα, ἡ ζέστη, ὁ καύσωνας [-ων]. -
6 жара
-ы θ.καύσωνας, μεγάλη ζέστη, καύμα, κάψα, λάβρα, λιοπύρι. -
7 палящий
επ. από μτχ.καυτός, πολύ θερμός•палящий зной καύσωνας, κάψα.
-
8 пекло
-а ουδ.1. φωτιά του Αδη, της κόλασης.2. καύσωνας, κάψα.3. μτφ. κάμινος, καμίνι -боя καμίνι της μάχης. -
9 переспать
-плю, -спишь, παρλθ. χρ. переспал, -ла, -лоρ.σ.1. παρακοιμούμαι.2. κοιμούμαι ώσπου•жару -.κοιμούμαι ώσπου να περάσει ο καύσωνας.
|| διανυκτερεύω•переспать у сос-да κοιμούμαι στο γείτονα.
|| ξεπερνώ στον ύπνο•всех я -ал τους ξεπέρασα όλους στον ύπνο, κοιμήθηκα περισσότερο απ όλους.
-
10 припёк
См. также в других словарях:
καύσωνας — ο (ΑΜ καύσων, ωνος, Μ και καύσωνας) [καύσος] υπερβολική θερμότητα τής ατμόσφαιρας, ανυπόφορη ζέστη, κάψα, λάβρα, λιοπύρι (α. «πέθαναν πολλά άτομα από τον καύσωνα» β. «ὁ καύσων ἦλθεν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῡ, καὶ ἔπεσεν ἐπὶ τὴν κλίνην», ΠΔ) μσν. μτφ … Dictionary of Greek
καύσωνας — ο μεγάλη ζέστη: Σήμερα έχει καύσωνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καύσωνας — καύσων burning heat masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καύσος — Επώδυνη αίσθηση καψίματος στο στήθος, ακριβώς κάτω από το στέρνο. Συνήθως παρουσιάζεται ύστερα από κατανάλωση υπερβολικής ποσότητας φαγητού, τροφών με καρυκεύματα ή αλκοολούχων ποτών. Οφείλεται στον ερεθισμό του οισοφάγου λόγω αναγωγής του… … Dictionary of Greek
άδραγμα — το [αδράχνω] 1. βίαιο πιάσιμο, άρπαγμα 2. ακαμψία μέλους τού σώματος, «πιάσιμο» 3. «κάψιμο», η καταστροφή τών δημητριακών που προκαλείται, όταν μετά από βροχή επακολουθήσει καύσωνας … Dictionary of Greek
ίδος — ἶδος, τὸ (Α) 1. ιδρώτας 2. θερμότητα 3. καύσωνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι γλώσσες τού Ησυχίου εἶδος καῡμα και ἠεῑδος πνῑγος οδηγούν στην αναγωγή τής λ. σε IE *sweidos «ιδρώτας» > *Fεῑδος > *ἷδος, με ιωτακισμό κατ επίδραση τού συγγενούς σημασιολογικά τ … Dictionary of Greek
αίθος — αἶθος, ο και το (Α) [αἴθω] καύσωνας, καύμα, φωτιά … Dictionary of Greek
αναλυμός — ο [αναλύω] 1. υπερβολικός καύσωνας 2. το ανάλυμα* … Dictionary of Greek
διάκαυμα — διάκαυμα, το (AM) 1. υπερβολικός καύσωνας 2. πολύ θερμός τόπος … Dictionary of Greek
θάλψις — θάλψις, ή (AM) [θάλπω] 1. θέρμανση, ζέσταμα 2. στοργή, παρηγοριά αρχ. (για τις εποχές τού έτους) υψηλή θερμοκρασία, καύσωνας … Dictionary of Greek
θερμότητα — Μορφή ενέργειας που μεταφέρεται από ένα σώμα σε ένα άλλο λόγω της ύπαρξης διαφοράς θερμοκρασίας. Στην πλήρη και ακριβή έννοια του όρου θ. φτάσαμε μόνο όταν έγινε δυνατό να αποδειχθεί πειραματικά και θεωρητικά η ισοδυναμία μεταξύ θ. και ενέργειας … Dictionary of Greek