Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

κατά-πονος

  • 1 Work

    subs.
    P. and V. ἔργον, τό.
    Toil, labour: P. and V. πόνος, ὁ, Ar. and V. μόχθος, ὁ, V. μοχθήματα, τά, ἆθλος, ὁ, κματος, ὁ.
    Thing made: P. and V. ἔργον, τό, V. ὄργανον, τό, πόνος, ὁ.
    Work of art: Ar. and P. σκεῦος, τό, V. τέχνη, ἡ, τέχνημα, τό, P. ἐργασία, ἡ.
    Duty, function: P. and V. ἔργον, τό; see Duty.
    Handicraft: P. and V. τέχνη, ἡ, Ar. and P. χειρουργία, ἡ, P. χειροτεχνία, ἡ, V. χειρωναξία, ἡ.
    Occupation: P. ἐργασία, ἡ, πραγματεία, ἡ, ἐπιτήδευμα, τό, Ar. and P. διατριβή, ἡ. P. and V. σπουδή, ἡ.
    Needle-work: P. and V. ποίκιλμα, τό; ewbroidery.
    Composition, writing: P. σύγγραμμα, τό.
    Book: P. and V. βίβλος, ἡ.
    Set to work: see under Set.
    Begin: P. and V. ἄρχεσθαι.
    Military works, earthwork: P. and V. ἔρυμα, τό; see Defences (Defence).
    Mound: P. χῶμα, τό, χοῦς, ὁ, πρόσχωσις, ἡ.
    ——————
    v. trans.
    Mould, fashion: P. and V. πλάσσειν.
    Knead: P. and V. ὀργάζειν (Soph., frag.).
    Cultivate ( the soil): P. ἐργάζεσθαι, ἐξεργάζεσθαι, P. and V. γεωργεῖν (Eur., Rhes. 176, absol.), V. γαπονεῖν (Eur., Rhes. 75).
    Work a mine: P. ἐργάζεσθαι μέταλλον (Dem. 977).
    Work ( stone or other materials): P. ἐργάζεσθαι.
    Make by work: P. and V. ἐργάζεσθαι, ἐξεργάζεσθαι, ἐκπονεῖν, V. ἐκμοχθεῖν, Ar. and P. περγάζεσθαι.
    Cause, bring about: P. and V. μηχανᾶσθαι, ποιεῖν, P. ἀπεργάζεσθαι, V. τεύχειν; see Contrive.
    Produce: P. and V. γεννᾶν, τίκτειν (Plat.), V. φυτεύειν, φιτειν; see Produce.
    Embroider: P. and V. ποικίλλειν, P. καταποικίλλειν.
    He works his auger with double thongs: V. διπλοῖν χαλινοῖν τρύπανον κωπηλατεῖ (Eur., Cycl. 461).
    V. intrans. Labour: P. and V. ἐργάζεσθαι, πονεῖν, ἐκπονεῖν, κάμνειν (rare P.), μοχθεῖν (rare P.).
    Be an artisan: P. δημιουργεῖν.
    Avail, do good: P. and V. ὠφελεῖν; see Avail.
    Work at: P. and V. ἐργάζεσθαι (acc.), σπουδάζειν (acc.), διαπονεῖν (acc.), V. πονεῖν (acc.) (rare P.), μοχθεῖν (acc.).
    Work for ( on behalf of): V. περκάμνειν (gen.), προκάμνειν (gen.), περπονεῖσθαι (gen.).
    Work off: P. ἀποτρίβεσθαι.
    Work one's way: see Advance.
    Work out: P. and V. ἐκπονεῖν (or mid.) (acc.), ἐξεργάζεσθαι (acc.), διαπονεῖν (or mid.) (acc.), V. ἐκμοχθεῖν (acc.), Ar. and P. περγάζεσθαι (acc.).
    Come to the end of: V. ἀντλεῖν, ἐξαντλεῖν, διαντλεῖν.
    Work round: see come round.
    Work round in the rear of an enemy: P. περιιέναι κατὰ νώτου (Thuc. 4, 36).
    Work up: Ar. and P. περγάζεσθαι (acc.), P. and V. σπουδάζειν (acc.), ἐκπονεῖν (acc.).
    Work upon, turn to account: P. and V. χρῆσθαι (dat.); see Influence.
    He so worked upon the jury that they would not even hear a word from us: P. οὕτω διέθηκε τοὺς δικαστὰς ὥστε φωνὴν μηδʼ ἡντινοῦν ἐθέλειν ἀκούειν ἡμῶν (Dem. 1103).
    Work with others: P. and V. συμπονεῖν (dat.) (Xen.), V. συμμοχθεῖν (dat.), συγκάμνειν (dat.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Work

  • 2 горе

    гор||е
    с
    1. ἡ λύπη, ἡ θλίψη [-ις], ἡ πίκρα, ὁ καημός, ὁ πόνος, ἡ δυστυχία:
    причинить кому-л, \горе φέρνω μεγάλη στενοχώρια σέ κάποιον удрученный \гореем κατα-λυπημένος, τεθλιμμένος, συντριμμένος ἀπ' τή συμφορά· с \горея ἀπό τόν καημό· к моему́ \горею или на мое \горе προς δυστυχίαν μου, δυστυχώς γιά μένα, γιά τήν κακή μου τύχη· \горе в том, что... τό κακό εἶναι πώς...·
    2. (в сложи, сущ.) ирон.:
    \горе-ры-боло́в ψαράς τῆς κακίας ὠρας· ◊ \горе мыкать κακοτυχώ, κακοπαθαίνω· ему́ и \горея мало разг δέν τόν μέλλει γιά τίποτε· \горе мне с ней разг βρήκα τό μπελά μου μαζί της· с \гореем пополам разг ὅπως-δπως, κουτσάστραβά· слезами \горею не поможешь погов. μέ τά δάκρυα δέ σώζεσαι.

    Русско-новогреческий словарь > горе

См. также в других словарях:

  • πόνος — Δυσάρεστη αίσθηση, στη γένεση της οποίας γίνεται αποδεκτή η συμμετοχή περιφερειακών νευρικών στοιχείων ποικίλης διαφοροποίησης, και κεντρικών νευρικών στοιχείων, τα οποία συντονίζουν τα ερεθίσματα που προέρχονται από την περιφέρεια. Ένα επώδυνο… …   Dictionary of Greek

  • σύμπονος — ον, Μ 1. συνεργάτης, σύντροφος στη δουλειά 2. σύμβουλος διοικητικού ή στρατιωτικού αξιωματούχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πονος (< πόνος «κόπος»), πρβλ. κατά πονος] …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Πορτογαλία — Κράτος της Νοτιοδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α με την Ισπανία, ενώ στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεναό.H πορτογαλική Δημοκρατία αποτελείται από την κυρίως Πορτογαλία, το αρχιπέλαγος των Aζορών και το νησί Mαδέρα, που έχουν συνολική έκταση… …   Dictionary of Greek

  • άλγος — ( ους), το (Α ἄλγος) 1. σωματικός πόνος, οδύνη 2. ψυχικός πόνος, λύπη, θλίψη αρχ. (συνήθως στον πληθυντικό) τά ἄλγεα ταλαιπωρίες, παθήματα, συμφορές. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συνήθως συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. ἀλέγω*… …   Dictionary of Greek

  • κωλικός — Κοιλιακός πόνος μεγάλης έντασης, που οφείλεται σε σπασμό ενός κοίλου σπλάχνου· ο εντοπισμός και η αντανάκλασή του εξαρτώνται από το ενεχόμενο όργανο. Ο σπασμός των χοληφόρων οδών προκαλεί, για παράδειγμα, τον αποκαλούμενο κ. του ήπατος, κατά τον… …   Dictionary of Greek

  • δυσπαρευνία — Πόνοι που είναι αισθητοί στην είσοδο ή λίγο βαθύτερα στον κόλπο, κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής. Διακρίνεται σε επιφανειακή και βαθιά δ. Κατά την πρώτη, ο πόνος εντοπίζεται στην είσοδο του κόλπου και μπορεί να οφείλεται σε φλεγμονή,… …   Dictionary of Greek

  • τριχομονάδες — Γένος μαστιγοφόρων πρωτόζωων της τάξης των πολυμαστιγωτών που προκαλούν νόσημα των ουρογεννητικών οργάνων των γυναικών. Οι άνδρες προσβάλλονται σπανιότερα από τ. και μόνο ύστερα από σεξουαλική επαφή με γυναίκα που πάσχει από το νόσημα. Οι τ. στις …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»