Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

κατὰ+ῥόον

  • 1 Up

    prep.
    P. and V. ἐπ (acc.).
    Up stream: P. ἀνὰ ῥόον (Hdt.).
    Up hill: V. πρὸς αἶπος, P. πρὸς ἄναντες, πρὸς ὄρθιον (Xen.).
    Up and down, throughout: P. and V. κατ (acc.), ν (acc.) (Thuc. 4, 72; Dem. 1277, but rare P.).
    Up to: P. and V. ἐπ (acc.).
    As far as: P. μέχρι (gen.).
    Up to a certain point: P. μέχρι του (Dem. 11).
    Up to this time: P. μέχρι τοῦδε, V. ἐς τόδʼ ἡμέρας (Eur., Alc. 9), P. and V. δεῦρο (Plat. and Eur., Heracl. 848); see Hitherto.
    Come up with, reach: P. and V. ἐξικνεῖσθαι (gen.); see Reach.
    Overtake: P. ἐπικαταλαμβνειν; see Overtake.
    Well up in, versed in: P. and V. ἔμπειρος (gen.).
    Be well up in an author: Ar. and P. πατεῖν (acc.) (Ar., Av. 471 and Plat., Phaedr. 273A).
    ——————
    adv.
    P. and V. νω, Ar. and P. ἐπνω.
    Up and down: P. and V. νω κτω, νω τε καὶ κτω, P. νω καὶ κάτω.
    Hither and thither: see under Thither.
    The up country: P. ἡ μεσογεία; see Inland.
    Go up country, v.: P. νέρχεσθαι (Thuc. 8, 50), ἀναβαίνειν.
    Be up ( of time), be passed: P. and V. παρελθεῖν ( 2nd aor. of παρέρχεσθαι).
    Go up: P. and V. νέρχεσθαι, Ar. and P. ναβαίνειν.
    Set up: see under Set.
    Stand up: P. and V. νίστασθαι; see Rise.
    It is all up with me: use P. and V. οἴχομαι (Plat.); see be undone (Undone).
    Shall we say it was all up with these things? P. πάντα ἔρρειν ταῦτα... φήσομεν; (Plat. Legg. 677C).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Up

См. также в других словарях:

  • ρόον — τὸ, Α 1. (κατά τον Διοκλ.) «ὁ ροῡς ὁ ἐκ τῶν συκαμίνων» 2. (κατά τον Ιπποκρ.) «τὰ ῥόα τὰ ἐκ τῆς συκαμίνου μόρα τὰ ἄωρα ξηρανθέντα». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. ῤοῦς «καρπός κατάλληλος για ειδική χρήση» που στον πληθ. σημαίνει τους καρπούς τής… …   Dictionary of Greek

  • ρους — (I) ο / ῥοῡς, ΝΜΑ, και ιων. και ποιητ. τ. ῥόος και κυπρ. τ. ῥόFος, Α 1. η ροή, η κίνηση, το ρεύμα τού νερού (α. «ο ρους τού Αράχθου», β. «Βόσπορον ῥόον θεοῡ», Αισχύλ. γ. «ἱερὸν ῥόον Ἀλφειοῑο», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. φορά, κατεύθυνση, πορεία (α. «ο ρους …   Dictionary of Greek

  • επικάρσιος — ἐπικάρσιος, α, ον και ος, ον (Α) 1. εγκάρσιος, πλάγιος, που σχηματίζει γωνία, ιδίως ορθή 2. (για ιστιοφόρο σε θύελλα) πλαγιασμένος, που έχει κλίση προς τη μία πλευρά ή που έχει την πλώρη μέσα στη θάλασσα και την πρύμνη ανασηκωμένη 3. (για ύφασμα) …   Dictionary of Greek

  • PHASIS — I. PHASIS fluv, celeberrimus, cuius elegans admodum descriptio exstat apud Arrianum in Periplo Ponti Euxini. Virg. Georg. l. 4. v. 367. Phasimque Lycumque Quae coniunctio ad laudem utriusque fluvii. Siquidem teste Strabone l. 11. Ποταμοὶ πλείους… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • THONITES — Armeniae maioris lacus in confinio Mesopotamiae piscosus est, et vestes polit, Eustath. Dionys. v. 987. Ε῎ςι δέ τις κατὰ μέςςα περίτροχος ὕδασι λίμνης Οὔνομα Ιθωνίτης, ἧς ἕλκεται ἐς μυχὰ Τίγρις Δυν´ων πολλὸν ἔνερθἑ πάλιν δ᾿ ἐξαῦτις ἀναχὼν… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Τιτάν — (Αστρον.). Ένας από τους 9 δορυφόρους του Κρόνου και ο λαμπρότερος. Είναι ορατός με τηλεσκόπιο μικρής έντασης ως αστέρας 8,3 μεγέθους. Ανακαλύφθηκε το 1655 από τον Χούιγκενς. Σε σειρά απόστασης από τον κεντρικό πλανήτη έρχεται έκτος και απέχει… …   Dictionary of Greek

  • ηγεμονεύω — (AM ἡγεμονεύω, Α δωρ. τ. ἁγεμονεύω) 1. είμαι ηγεμόνας, κυβερνήτης, έχω ηγεμονική εξουσία, βασιλεύω, κυβερνώ («ἡγεμονεύειν ἐν πόλει», Πλατ.) 2. μτφ. έχω τα σκήπτρα, κατέχω την πρώτη θέση, κυριαρχώ, δεσπόζω, πρυτανεύω 3. παθ. ηγεμονεύομαι… …   Dictionary of Greek

  • καρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Δία και της Κρήτης, αδελφός του Λυδού και του Μυσού και πατέρας του Αλαβάνδη, επώνυμου των Αλαβάνδων. Ήταν ιδρυτής και επώνυμος της Καρίας της Μικράς Ασίας, ενώ αναφέρεται και ως εφευρέτης της οιωνοσκοπίας …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»