Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κατώφλι

  • 1 κατώφλι

    [катофли] ουσ. о. порог.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κατώφλι

  • 2 порог

    α.
    1. το κατώφλι τις πόρτας (το δοκάρι).
    2. ξέρα ποταμού.
    3. μτφ. τα πρόθυρα (εγγύτατο σημείο)• κατώτατο όριο•

    порог слышимости το κατώτατο όριο ακουστικότητας.

    εκφρ.
    за порог – από μέσα από το σπίτι (από το κατώφλι)•
    за -ом – έξω από το σπίτι•
    на порог не пускать кого – ούτε στο κατώφλι δεν επιτρέπω σε κάποιον να πατήσει•
    у -а – α) στο κατώφλι, β) στα πρόθυρα, εγγύτατα• οσονούπω.

    Большой русско-греческий словарь > порог

  • 3 порог

    Русско-греческий словарь > порог

  • 4 порог

    порог
    м
    1. τό κατώφλι[ον]·
    2. (реки) τό πετρώδες τμήμα ποταμοῦ· ◊ на \порог не пускать кого́-л. ὁὔτε στό κατώφλι δέν τόν ἀφήνω νά πατήσει· обивать чьи́-л. \пороги καταντώ φορτικός, ἐκλιπαρώ.

    Русско-новогреческий словарь > порог

  • 5 король шлюза

    το κατώφλι του θαλάμου (καθόδου-ανόδου της διώρυγας).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > король шлюза

  • 6 порог

    1. тех. το κατώφλι
    боровковый - мет. η ποδιά του ανοίγματος
    выходной мет. - της εξόδου
    - кузова (авто) - του αμαξώματος/της καρότσας
    направляющий гидр. - οδηγός
    - печи мет. - του κλιβάνου/φούρνου
    - сухого дока мор. - του στομίου της μόνιμης δεξαμενής
    2. (наименьшая величина, степень проявления чего-л.) το κατώτατο όριο
    - деления (яд.физ.) - της διάσπασης
    - рекристаллизации температурный η (χαμηλότερη) θερμοκρασία ανακρυ-στάλλωσης)
    энергетический - ενεργειακό - 3 (каменистый поперечный выступ дна реки) η ξέρα (του ποταμού)

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > порог

  • 7 торец

    η εγκάρσια όψη/ακμή
    - взлётно-посадочной полосы το κατώφλι του διαδρόμου (προσγείωσης-απογείωσης)
    носовой - ступицы мор. ηπλωριά επιφάνεια του ομφαλού της εγκάρσιας ακμής

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > торец

  • 8 переступать

    переступать
    несов, переступить сов
    1. ὑπερπηδώ, διαβαίνω, περνώ:
    \переступать порог περνώ τό κατώφλι·
    2. перен βιάζω, παραβιάζω:
    \переступать границы ὑπερβαίνω τά ὀρια, παρεκτρέπομαι· ◊ едва переступа́ть ногами σέρνομαι μετά βίας· переступать с ноги на йогу στηρίζομαι πότε στό ἕνα πόδι πότε στό ἀλλο.

    Русско-новогреческий словарь > переступать

  • 9 преддверие

    преддвери||е
    с
    1. ὁ προθάλαμος, τά πρόθυρα·
    2. перен τό κατώφλι:
    в \преддвериеи στά πρόθυρα· в \преддвериеи гряду́Щих событий στά πρόθυρα τών γεγονότων πού Ερχονται.

    Русско-новогреческий словарь > преддверие

  • 10 сени

    сени
    мн. τό κατώφλι, ἡ ἐμπατή, ἡ είσοδος.

    Русско-новогреческий словарь > сени

  • 11 ступать

    ступ||ать
    несов
    1. βαδίζω, πατώ, πηγαίνω:
    \ступать шаг за шагом πηγαίνω βήμα προς βήμα· осторожно \ступать βαδίζω προσεκτικά· \ступать на землю πατώ στή γή· \ступать через порог δρασκελίζω τό κατώφλι·
    2. повел.:
    \ступатьа́й! πήγαινε!· \ступатьа́йте сюда ἐλάτε ἐδώ.

    Русско-новогреческий словарь > ступать

  • 12 через

    через
    предлог с вин. п.
    1. (о пространстве, месте) διά, πάνω / διά μέσου (сквозь):
    мост \через реку ἡ γέφυρα πάνω ἀπό τό ποτάμι· ремень \через плечо́ τό λουρί στον ῶμο· перейти \через дорогу περνώ τόν δρόμο· ступи́ть \через порог περνώ τό κατώφλι, μπαίνω· прыгнуть \через барьер πηδώ πάνω ἀπό τόν φράχτη· прыгнуть \через ручей πηδώ τό ρυάκι· ехать \через реку περνώ τό ποτάμι· пройти \через лес περνώ διά μέσον τοῦ δάσους· перейти́, переехать \через что́-л. διαβαίνω (или διασχίζω, διαπερ(ν)ῶ)· ехать в Ленинград \через Москву́ μεταβαίνω στό Λένινγκραντ μέσω Μόσχας· ехать \через весь город διασχίζω ὅλη τήν πόλη· влезть \через окно μπαίνω ἀπ' τό παράθυρο· пройти \через испытания περνώ δοκιμασίες·
    2. (при посредстве) διά μέσου, μέσον, μέ τήν βοήθεια:
    оповестить \через газету γνωστοποιώ μέσον τής ἐφημερίδας· разговаривать \через переводчика μιλώ μέ τήν βοήθεια διερμηνέα· смотреть \через очки βλέπω μέ τά ματογυάλια·
    3. (о расстоянии) μετά:
    \через два километра начинается деревня μετά δύο χιλιόμετρα ἀρχίζει τό χωριό· она живет \через три до́ма от нас αὐτη κατοικεί τρία σπίτια πιό μακρυά ἀπό μᾶς· писать \через три строки γράφω ἀνά τρία διαστήματα·
    4. (о времени) ὑστερα ἀπό, μετά:
    приду́ \через час θά ἔλθω μετά ἀπό μιαν ὠρα· \через два дня ὕστερα ἀπό δυό μέρες, μετά δυό μέρες· \через некоторое время μετά ἀπό λίγον καιρό· регулярно \через день μέρα παρά μέρα· ◊ \через голову кого-л. разг χωρίς νά ρωτήσω κάποιον \через пень колоду разг κουτσά στραβά.

    Русско-новогреческий словарь > через

  • 13 шагнуть

    шаг||ну́ть
    сов однокр. κάνω βήματα:
    \шагнутьну́ть через порог δρασκελίζω τό κατώφλί далеко́ \шагнуть ну́ть перен προοδεύω πολύ.

    Русско-новогреческий словарь > шагнуть

  • 14 сени

    [σιένι] ουσ. κληθ. κατώφλι

    Русско-греческий новый словарь > сени

  • 15 сени

    [σιένι] ουσ πληθ κατώφλι

    Русско-эллинский словарь > сени

  • 16 заря

    -и, πλθ. зори, зорь, зарям κ. зорям, θ.
    1. αυγή, χαραυγή, όρθρος, διαύγασμα•

    вечерняя заря λυκόφως•

    утренняя заря λυκαυγές•

    румяная заря ροδοχάραμα, ροδοδάκτυλη αυγή•

    загорелась заря ρόδισε η αυγή.

    || (για χρόνο)•

    в -е ή с -ею την αυγή, με το φέξιμο•

    заря занимается ξημερώνει, φέγγει.

    2. μτφ. αρχή, απαρχή•

    заря счастья αυγή της ευτυχίας•

    на -е новой жизни στην αυγή (ή στο κατώφλι) της καινούριας ζωής.

    3. (στρατ.) αιτ. зорю σάλπισμα εγερτηρίου ή σιωπητηρίου•

    бить ή играть зорю χτυπώ (σημαίνω) εγερτήρια ή σιωπητήριο.

    εκφρ.
    от -и до -и – α) από την αυγή ως το βράδυ (ολημερίς), β) από το βραδύ ως το πρωί (ολονυχτίς).

    Большой русско-греческий словарь > заря

  • 17 налечь

    -лягу, -ляжешь, -лягут, παρλθ. χρ. налг, -легла, -ло, προστκ. наляг.
    ρ.σ.
    1. στηρίζομαι ακουμπώ•

    налечь на подоконник ακουμπώ οτο κατώφλι του παράθυρου•

    налечь на стол грудью ακουμπώ στο τραπέζι με το στήθος.

    || πιέζω με το βάρος, πατώ επικάθομαι. || μτφ. κατέχομαι, κυριεύομαι, με πιάνει.
    2. πατώ, τραβώ, καταπιάνομαι στα γερά, στρώνομαι•

    на всла τραβώ γερό κουπί.

    || μτφ. εξασκώ επίδραση, πίεση.
    3. μτφ. επιδίδομαι σφόδρα ή ρίχνομαι με τα μούτρα•

    налечь на работу ρίχνομαι με τα μούτρα στη δουλειά.

    4. επικάθομαι (για σκόνη, δροσιά κ.τ.τ.).
    ξαπλώνομαι, επεκτείνομαι, πέφτω•

    на овраг мгла -гла στη χαράδρα σκοτείνιασε.

    Большой русско-греческий словарь > налечь

  • 18 нога

    θ.
    πόδι•

    болит правая нога πονά το δεξιό πόδι•

    стоять на одной - στέκομαι στο ένα πόδι•

    тонкие -и λεπτά πόδια (κανιά)•

    передние, задние -и μπροστινά, πισινά πόδια•

    μτφ. στήριγμα•

    -и стола τα πόδια του τραπεζιού.

    εκφρ.
    без (задних) ног – μου κόπηκαν τα πόδια (από την κούραση)•
    в -ах – το μέρος του κρεβατιού των ποδιών (απέναντι του κεφαλόκλινου)•
    к нога! – (στρατ. παράγγελμα) παρά πόδα!•
    на -ах – στα πόδια•
    уснуть на -ах – α) κοιμάμαι ορθός, β) σε κίνηση, στα πόδια, επί ποδός. γ) όχι στο κρεβάτι•
    перенести грипп на -ах – περνώ τη γρίπη στα πόδια (ορθός)•
    деревянная нога – ξύλινο πόδι (ξυλοπόδαρο)•
    нога за -у идти (ташиться, плестись) – αργοβαδίζω,βαδίζω σαν τη χελώνα, καρκινοβατώ•
    взять -у – παίρνω βήμα•
    дать -у – δίνω βήμα•
    быть на дружеской (короткой) - – έχω φιλικές (στενές) σχέσεις•
    стать на дружескую (короткую) -у – αποκατασταίνω φιλικές (στενές) σχέσεις•
    быть {стоять)на равной - с кем – απευθύνομαι ως ίσος προς ίσον•
    поставить (организовать) что на какую -у – προσαρμόζω (οργανώνω) κατά το υπόδειγμα (τρόπο) κάποιου•
    еле (едва, насилу) -и волочить (тасканогать) – μόλις μπορώ και σέρνω τα πόδια• (стоять) одной -ой в могиле (в гробу)• ногаодна нога в могиле (в гробу) με το ένα πόδι στον τάφο ή στο λάκκο, (είναι) του θανατά•
    идти ή шагать (нога) в -уκυρλξ. κ. μτφ. συμβαδίζω•
    кланяться в -и кому – προσκυνώ, φιλώ τα πόδια κάποιου•
    стать(встать ή поднять(ся) на -и – α) σηκώνομαι στα πόδια, αναρρώνω, β) ανακτώ δυνάμεις, αναστηλώνομαι•
    слетать на одной - – έ πηγαίνω και γυρίζω στα πεταχτά, πετιέμαι•
    поставить (поднять) на -и – α) θεραπεύω, αναστηλώνω, β) ανατρέφω, μεγαλώνω (ώσπου να γίνει αυτοτελής). γ) ξεσηκώνω, αναστατώνω, κινητοποιώ•
    стоять на (своих, собственных)-ах – στηρίζομαι μόνο στον εαυτό μου•
    стоять на -ах крепко (прочно) – στέκομαι γερά στα πόδια (είμαι αυτοτελής, αυτεξούσιος)•
    хромать на обе ноги – α) κουτσαίνω από τα δυό πόδια, δεν πάει καθόλου καλά (η υπόθεση, δουλειά κ.τ.τ.), β) έχω τελείως άγνοια, (μεσάνυχτα)• την παθαίνω, πέφτω σε γκάφα•
    вертеться (путаться, мешать(ся) под -ами – γίνομαι τσιμπούρι (κουνούπι), ενοχλώ επίμονα•
    валить с ног – ρίχνω κάτω (εζασθενώ)•
    валиться (падать) с ног – πέφτω από τα πόδια μου (κατεξαντλούμαι, εξασθενίζω)•
    на широкую (большую, барскую) -у – πλούσια, πλουσιοπάροχα, αρχοντικά•
    встать с левой ή не с той -и – σηκώνομαι μαχμουρλής, βαριόθυμος εξοργισμένος•
    ни -ой к кому – δεν πατάω ούτε στο κατώφλι κάποιου (δεν επισκέπτομαι καθόλου)•
    со всех ног – ολοταχώς, τρεχάλα•
    давай Бог -и – τρεχάλα να δουν τα μάτια σου (αφάνταστη ταχύτητα)•
    левой -ой делать – φτιάχνω όπως-όπως, άσχημα, άτεχνα•
    одно нога здесь,(а) другая там – πηγαίνω και επιστρέφω γρήγορα, πετάγομαι•
    откуда -и взялись – (απο) που βρέθηκε τέτοια μεγάλη ταχύτητα•
    нога чет – τι θέλω εγώ εκεί, τι μου χρειάζεται εμένα (για άσκοπες ενέργειες)•
    чтобы -и чьей не было у кого – γα μην πατήσει το πόδισε κάποιον (να μην επισκεφτεί).

    Большой русско-греческий словарь > нога

  • 19 нос

    α. προθετ. о -е, на -у, πλθ.α.
    1. μύτη, ρις•

    длинный нос μακριά μύτη•

    нос с горбинкой καμπουρωτή (κυρτή) μύτη•

    курнбс-ный нос μύτη πεπλατυσμένη, σιμή, κουτσούμπή•

    вздрнутый нос ανασηκωμένη μύτη•

    орлиный нос α-έτεια ή γερακοειδής μύτη•

    сплюснотый нос α-νάσιμη μύτη•

    нос картошкой μύτη σαν πατάτα (σιμή).

    2. ράμφος•

    дятловый нос το ράμφος του δρυοκολάπτη.

    3. βλ. носик (2 σημ.).
    4. βλ. носок
    5. πλώρη, πρώρα.
    6. ακρωτήριο, κάβος..
    εκφρ.
    из-под -а (носу) у кого – κάτω από τη μύτη κάποιου (έγγιστα)•
    на -у – στα πρόθυρα, στο κατώφλι (πολύ κοντά)•
    зима на -у – ο χειμώνας είναι στα πρόθυρα•
    под -ом – κάτω από τη μύτη, μπροστά στα μάτια•
    с -а, с -у – (απλ.) από κάθε άτομο•
    - ом к носу – πρόσωπο με πρόσωπο (έγγιστα)•
    вешать нос – κρεμώ τα μούτρα, σκυθρωπάζω•
    драть, задрать (вздрнуть, поднять) нос – σηκώνω ψηλά τη μύτη, ξιπάζομαι, το παίρνω επάνω μου υψηλοφρονώ, περηφανεύομαι•
    поставить (натянуть) нос кого – απατώ, κοροϊδεύω, πιάνω κορόιδο, παίζω τον παπά• δι-αμηχανεύομαι•
    повесить нос (на квинту) ; опустить нос – κατεβάζω (σκύβω) το κεφάλι (θλίβομαι)•
    показывать нос (носы) кому – ερεθίζω κάποιον (βάζοντας το μεγάλο δάχτυλο στη μύτη μου και ανοίγοντας τα υπόλοιπα)•
    совать – χώνω τη μύτη μου ή τη μούρη μου (επεμβαίνω, ανακατεύομαι)•
    утереть нос кому – τον ξεπερνώ, του βάζω γυαλιά, τον περνώ σκάλες•
    уткнуть -; уткнуться -ом – αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά ή απορροφούμαι πλήρως•
    оставить с -омμτφ. γδέρνω, γδύνω, ξεγυμνώνω, αφαιρώ όλα• απατώ, πιάνω κορόιδο•
    остаться с -ом кого – πέφτω σε γκάφα, την παθαίνω•
    в нос говорить – μιλώ με τη μύτη (ένρινα)•
    дальше своего -а не видеть – δε βλέπω παραπέρα από τη μύτη μου•
    не по -у кому – δε γουστάρει σε κάποιον•
    показывать.- куда – εμφανίζομαι, ξεμυτίζω κάπου•
    столкнуться (встретить(ся) нос(сом) к -у – συναντώ απρόοπτα, πέφτω επάνω, τρακάρω•
    перед -ом – μπροστά στη μύτη (εγγύτατα)•
    зарубите это на -у – χαράξτε το καλά στη μνήμη, δέστε κόμπο στο δάχτυλο (για να μήν ξεχάσετε).

    Большой русско-греческий словарь > нос

  • 20 окно

    -а, πλθ. окна, окон, окнам ουδ.
    1. παράθυρο•

    комната в три окна δωμάτιο με τρία παράθυρα•

    открываю окно ανοίγω το παράθυρο.

    || κατώφλι παράθυρου•

    сесть на окно κάθομαι στο παράθυρο.

    2. οπή, τρύπα•

    окно для пропуска воды οπή διαρροής νερού.

    || μτφ. θεωρείο, παρατηρητήριο•

    окно в Европу παράθυρο προς την Ευρώπη•

    окно в жизнь, в мир παράθυρο προς τη ζωή, προς τον κόσμο.

    3. (διαλκ.) βαθύ μέρος βάλτου (αχορτάριαστο).
    4. ελεύθερη ώρα (ωρολογίου προγράμματος), χωρίς μάθημα.

    Большой русско-греческий словарь > окно

См. также в других словарях:

  • κατώφλι — κατώφλι, το και κατώφλιο, το 1. ξύλινο ή λίθινο δοκάρι που συνδέει τις πλευρές πόρτας στο κάτω μέρος τους: Κάθεται στο κατώφλι. 2. φρ., «βρίσκεται στο κατώφλι του γήρατος», αρχίζει να γερνάει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατώφλι — Όρος που χρησιμοποιείται στη φυσική, στη βιολογία και στην ψυχολογία, για να υποδηλώσει τον ελάχιστο βαθμό έντασης τον οποίο πρέπει να φτάσουν διάφοροι τύποι φυσικής, χημικής ή ψυχοφυσικής ενέργειας, για να καταστεί δυνατή η εκδήλωση ορισμένων… …   Dictionary of Greek

  • ακοομετρία — Σύνολο πειραματικών μεθόδων, οι οποίες επιτρέπουν να προσδιοριστεί ποσοτικά η ακουστική ικανότητα ενός ατόμου. Με τη στενή του έννοια, ο όρος σημαίνει έναν περιορισμένο αριθμό μεθόδων μέτρησης και ιδιαίτερα αυτές που μπορούν να προσφέρουν σε έναν …   Dictionary of Greek

  • ακουστότητα — Χαρακτηριστικό γνώρισμα κάθε ήχου, με το οποίο, καθαρά υποκειμενικά, διαφοροποιείται ο ισχυρός από τον ασθενή ήχο. Η α. συνδέεται με την ένταση του ήχου Ι και την ελάχιστη αντιληπτή ένταση Ιο (κατώφλι α.) με τον τύπο: Α = log (Ι/Ιο). Ο τύπος… …   Dictionary of Greek

  • μουσική — Αρχαιότατες είναι οι μαρτυρίες για τη μουσική εμπειρία. Οι πιο μακρινές ανάγονται στον αιγυπτιακό πολιτισμό, που ήδη τον 4o αι. π.Χ. παρουσίαζε αφθονία πνευστών οργάνων (αυλοί και σάλπιγγες) και έγχορδων (άρπες). Στα αρχαία ινδικά κείμενα (Βέδες) …   Dictionary of Greek

  • ουδός — (I) ο (Α οὐδός, δωρ. τ. ὠδός, αττ. τ. ὀδός) νεοελλ. 1. (φυσιολ. ψυχολ.) α) η ελάχιστη τιμή τής ισχύος ενός ερεθίσματος η οποία αρκεί για να προκαλέσει μία διέγερση ή ένα αίσθημα («ουδός τού πόνου») β) η μικρότερη μεταβολή την οποία μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • Σουδάν — Κράτος της Βόρειας Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Αίγυπτο και τη Λιβύη, στα Δ με το Τσαντ και την Κεντροαφρικάνικη Δημοκρατία, στα Ν με το Κόνγκο, την Ουγκάντα και την Κένυα και στα Α με την Αιθιοπία και την Ερυθραία, ενώ το ΒΑ τμήμα της… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • αίσθηση — Φαινόμενο χάρη στο οποίο ο άνθρωπος και τα ζώα αντιλαμβάνονται αυτά που συμβαίνουν στο εσωτερικό του οργανισμού τους ή στο εξωτερικό περιβάλλον, διαμέσου γνωρισμάτων κατάλληλων για τη λήψη διαφόρων ερεθισμάτων και χάρη στις γενικές ιδιότητες της… …   Dictionary of Greek

  • ανελκυστήρας — Συσκευή για την κατακόρυφη μεταφορά ατόμων. Ορισμένα κείμενα Λατίνων συγγραφέων οδηγούν στην υπόθεση ότι οι πρώτοι υποτυπώδεις α. ανάγονται στον 1ο αι. μ.Χ. Η λειτουργία των εγκαταστάσεων αυτών προϋπέθετε φυσικά ανθρώπινη ή ζωική έλξη. Μόνο στις… …   Dictionary of Greek

  • βέβηλος — η, ο (AM βέβηλος, ον) 1. ασεβής, άπιστος 2. μιαρός, ανίερος 3. ανέντιμος, ανήθικος αρχ. μσν. αυτός που δεν έχει καθαρθεί, αμύητος σε μυστηριακή λατρεία μσν. (για φαγητό) ακάθαρτος, απαγορευμένος, εφ όσον προέρχεται από ειδωλολατρική θυσία αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»