-
1 κατόρθωμα
[катортома] ουσ. о. достижение, осуществление, подвиг.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κατόρθωμα
-
2 подвиг
подвиг м το ανδραγάθημα, το κατόρθωμα* совершить \подвиг κάνω κατόρθωμα (или ανδραγάθημα)* * *мτο ανδραγάθημα, το κατόρθωμαсоверши́ть по́двиг — κάνω κατόρθωμα ( или ανδραγάθημα)
-
3 подвиг
-а α.κατόρθωμα, άθλος, επίτευγμα, μεγαλούργημα•героический подвиг ηρωικό κατόρθωμα, ανδραγαθία, -γάθημα•
боевой подвиг πολεμικός άθλος•
трудовой подвиг εργατικός άθλος•
двенадцать -ов Геракла οι δώδεκα άθλοι του Ηρακλή•
подвиг героя το κατόρθωμα του ήρωα.
-
4 подвиг
подвигм τό ἀνδραγάθημα, τό κατόρθωμα, ὁ ἄθλος:боевой \подвиг τό πολεμικό ἀνδραγάθημα· трудовой \подвиг ὁ ἄθλος δουλείας· совершить \подвиг κάνω κατόρθωμα -
5 героический
герои||ческийприл ήρωίκός:\героическийческий подвиг τό ἀνδραγάθημα, τό ήρωΐκό κατόρθωμα. -
6 ратный
ратныйприл поэт., уст. πολεμικός, μαχητικός, μάχιμος:\ратный подвиг τό πολεμικό κατόρθωμα. -
7 бессмертный
επ., βρ: -тен, -тна, -тноαθάνατος, αιώνιος•бессмертный подвиг αθάνατο κατόρθωμα•
-ая слава αθάνατη δόξα.
-
8 героический
επ.ηρωικός•героический подвиг ηρωικό κατόρθωμα, ανδραγάθημα•
-ие усилия ηρωικές προσπάθειες.
εκφρ.- эпос – ηρωικό έπος. -
9 деяние
-я ουδ. (υψ. ύφος) έργο, δημιούργημα, πράξη, δράση, κατόρθωμα•преступные -я εγκληματικές πράξεις•
-я апостолов οι πράξεις των Αποστόλων.
-
10 доблестный
επ. -тен, тна, -тно (υψ. ύφος) αντρείος, γενναίος, ένδοξος, λαμπρός,δοξασμένος•-ые военные силы γενναίες στρατιωτικές δυνάμεις•
доблестный подвиг λαμπρό κατόρθωμα•
-ая армия ένδοξος στρατός.
|| εξαίρετος, εξαιρε• доблестныйτικός•доблестный муж λαμπρός σύζυγος.
|| ηρωικός•-ая защита ηρωική υπεράσπιση (αντίσταση)•
доблестный труд ηρωική δουλειά.
-
11 предстоять
ρ.ό.1. παλ. στέκομαι μπροστά.2. περιμένω βρίσκομαι μπροστά σε-επαπειλούμαι.• πρόκειται να επιτελέσω•вам -ит большой подвиг πρόκειται να επιτελέσετε μεγάλο κατόρθωμα•
вам -ит отвечать σύντομα θα δόσετε λόγο•
ему -ит опасность τοναπειλεί ο κίνδυνος•
нам -ит трудная работа μας περιμένει δύσκολη δουλειά..
-
12 славный
επ., βρ: -вен, -вна, -вно.1. ένδοξος•славный подвиг ένδοξο κατόρθωμα•
-ое имя ένδοξο όνομα.
|| διάσημος, φημισμένος, ονομαστός, πολύφημος, ξακουστός, -μένος.2. καλός, εξαιρετικός•-ая девушка εξαιρετικό κορίτσι (δεσποινίδα)•
-ая книга εξαιρετικό βιβλίο.
εκφρ.- ы бубны за горами – το άγνωστο πάντοτε μας φαίνεται καλύτερο. -
13 совершитель
-я α. (γραπ. λόγος) ο εκτελεστής, αυτός που επιτέλεσε (έκαμε)•совершитель подвига αυτός που έκαμε το κατόρθωμα.
|| δράστης, αυτουργός•совершитель преступления ο δράστης του εγκλήματος.
-
14 совершить
-шу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. совершнный, βρ: -шн, -шена, -шено ρ.σ.μ.1. (δια)πράττω, κάνω, εκτελώ, επιτελώ• πραγματοποιώ•совершить подвиг κάνω (επιτελώ) κατόρθωμα•
совершить ошибку κάνω λάθος•
совершить путешествие κάνω ταξίδι (ταξιδεύω)•
совершить преступление διαπράττω έγκλημα (εγκληματώ)•
совершить богослужение κάνω λειτουργία (λειτουργώ).
2. συνομολογώ, κλείνω•совершить сделку κλείνω συμφωνία.
(δια)πράττομαι, εκτελούμαι, επιτελούμαι, γίνομαι• πραγματοποιούμαι•-лось что-то неожиданное έγινε κάτι το ανεπάντεχο•
брако- сочетание -лось ο γάμος έγινε (τελέστηκε)•
пророчество -лось η προφητεία επαληθεύτηκε•
похороны -лись вчера η κηδεία έγινε χτες.
См. также в других словарях:
κατόρθωμα — success neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατόρθωμα — το (ΑΜ κατόρθωμα, Μ και κατόρθωμαν) [κατορθώ] 1. εξαιρετική επιτυχία μετά από επίπονη προσπάθεια, επίτευγμα (α. «θα είναι μεγάλο κατόρθωμα αν πετύχεις σ αυτές τις εξετάσεις» β. «κατορθωμάτων γινομένων τῷ ἔθνει τούτῳ διὰ τῆς σῆς προνοίας», ΚΔ) 2.… … Dictionary of Greek
κατόρθωμα — το, ατος εξαιρετική επιτυχία, ανδραγάθημα: Διηγείται τα κατορθώματά του στον πόλεμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατορθωμάτων — κατόρθωμα success neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατορθώμασι — κατόρθωμα success neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατορθώμασιν — κατόρθωμα success neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατορθώματα — κατόρθωμα success neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατορθώματι — κατόρθωμα success neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατορθώματος — κατόρθωμα success neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ДОЛГ — (греч. deon; лат. officiuum, obligatio; нем. Pflicht; англ. duty, obligation; фр. devoir, obligation; ит. devere) одно из фундаментальных понятий этики, которое обозначает нравственно аргументированное принуждение к поступкам; нравственную… … Философская энциклопедия
СТОИЦИЗМ — учение одной из наиболее влиятельных филос. школ античности, основанной ок. 300 г. до н.э. Зеноном из Китиона. История С. традиционно делится на три периода: ранняя стоя (Зенон, Клеанф, Хрисипп и их ученики, 3 2 вв. до н.э.), средняя стоя… … Философская энциклопедия