-
1 нижеизложенныйупомянутый
нижеизложенный||упомянутыйприл κατωτέρω ἀναφερόμενος, τοῦ ὁποίου γίνεται κατωτέρω μνεία. -
2 ниже
ниже 11. συγκρ. β. του επ. низкий κ. του επιρ. низко.2. κάτω κατωτέρω•ниже истоков κάτω των πηγών.
3. (για βιβλία κ.τ.τ.) παρακάτω, πιο κάτω, κατωτέρω. || υπό, κάτω•колена κάτω από το γόνατο.
εκφρ.ниже достоинства – δεν ταιριάζει, υποτιμά, μειώνει την αξιοπρέπεια•ниже нуля – κάτω από το μηδέν.ниже 2σύνδ. συμπλ. (σε αρνητ. προτάσεις)• ακόμα όχι (ούτε). -
3 нижеприведённый
(о) κατωτέρω παρα-τιθέμενος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нижеприведённый
-
4 нижеизложенныйследующий
нижеизложенный||следующийприл παρακάτω, κάτωθι, κατωτέρω. -
5 дальше
1. συγκρ. β. του επ. далекий και του επίρ. далеко.2. επίρ. μετά, έπειτα, ύστερα, κατόπιν, ακολούθως•а дальше что было? και μετά τι έγινε;•
что же -? και μετά;
3. παρακάτω, κατωτέρω•пишите дальше γράφετε παρακάτω•
дальше рассказывай дальше διηγήσου παρακάτω.
|| περισσότερο, άλλο, πιο πέρα•я дальше не могу терпеть άλλο δε μπορώ να υποφέρω.
εκφρ.дальше! – παρακάτω!•дальше ехать некуда – παραπέρα δεν έχει, δεν πάει, ως αυτού και πίσω•не дальше как... ή не дальше чем – (για τόπο, χρόνο) ακριβώς, συγκεκριμένα, καθόλου παραπάνω ή πιο πέρα. -
6 нижеприведённый
επ. ο κατωτέρω παρατιθέμενος. -
7 нижеупомянутый
επ. (γραπ. λόγος) ο κατωτέρω αναφερόμενος. -
8 разъ...
βλ. παραδείγματα – λήμματα αμέσως κατωτέρω. -
9 Lower
adj.Inferior: P. and V. ἥσσων, χείρων.Lower than, inferior to: P. and V. ἥσσων (gen.), χείρων (gen.), ὕστερος (gen.).The Lower World: P. and V. οἱ κάτω, οἱ κάτωθεν, V. οἱ ἔνερθε, οἱ ἐνέρτεροι, οἱ νέρτεροι, οἱ κατὰ χθονός.The place where the dead go: P. and V. ᾍδης, ὁ.——————adv.Further down: Ar. κατωτέρω.——————v. trans.Lessen: P. ἐλασσοῦν.Impair: P. and V. βλάπτειν, διαφθείρειν.Disgrace: P. and V. αἰσχύνειν, καταισχύνειςLower your voices: Ar. ὕφεσθε τοῦ τόνου (Vesp. 337).Lower your tone: met., V. ἄνες ( 2nd aor. imper. act. of ἀνιέναι), λόγον (Eur., Hel. 442).In time of trouble methinks I should voyage with lowered sails (met.), V. ἐν κακοῖς μοι πλεῖν ὑφειμένῃ δοκεῖ (Soph., El. 335).Lower oneself, let oneself down: P. and V. καθιέναι ἑαυτόν, P. συγκαθιέναι ἑαυτόν, Ar. καθιμᾶν ἑαυτόν.met., condescend: P. συγκαθιέναι.V. intrans. Impend: P. and V. ἐφίστασθαι, P. ἐπικρέμασθαι, ἐπηρτῆσθαι (perf. pass. of ἐπαρτᾶν).Frown: Ar. ὀφρῦς συνάγειν, V. ὄμματα συννεφεῖν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Lower
См. также в других словарях:
κατωτέρω — επίρρ. βλ. κατώτερος … Dictionary of Greek
κατωτέρω — κάτος following masc/neut nom/voc/acc comp dual κάτος following masc/neut gen comp sg (doric aeolic) κάτω downwards comp κατώτερος lower masc/neut nom/voc/acc dual κατώτερος lower masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατωτέρῳ — κάτος following masc/neut dat comp sg κατώτερος lower masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατωτέρωι — κατωτέρῳ , κάτος following masc/neut dat comp sg κατωτέρῳ , κατώτερος lower masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
нижьнии — (64) пр. 1.Находящийся внизу, нижний по отношению к чемул.: аще иже на вышьнихъ покровехь живѹщеи. водѹ лѣють или гнои сиплють и пакость твореть [так!] въ нижнихъ живѹщимъ. възбранѧ||ють се творити. (ἐν τοῖς χϑαμαλωτέροις) КР 1284, 319б–в; Б҃е… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
CELSUS — I. CELSUS cognomen perpetuum Equitum Romanorum. Vide supra Celse nati. II. CELSUS plagiarius ab Horatio notatus, l. 1. Ep. 3. v. 15. Quid mihi Celsus agit, monitus, multumque monendus, Privatas ut quaerat opes, et tangere vitet Scripta Palatinus… … Hofmann J. Lexicon universale
-ίστας — αντιδάνεια κατάλ., πρβλ. ιταλ. ista (< λατ. ista < αρχ. ελλ. ιστής). Οι περισσότερες ελλ. λ. σε ίστας είναι μεταφορές στην ελλ. ξένων όρων (πρβλ. κατωτέρω). Εν τούτοις η κατάλ. εντάχθηκε απόλυτα στο νεοελλ. κλιτικό σύστημα, τόσο ώστε τα… … Dictionary of Greek
ενδότερος — η, ο (AM ἐνδότερος, α, ο) 1. εσώτερος, αυτός που βρίσκεται στο εσωτερικό 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ενδότερα το εσωτερικό μιας χώρας ή τα εσωτερικά διαμερίσματα οικοδομήματος αρχ. επίρρ. ἐνδοτέρω 1. ακόμη πιο μέσα 2. (για βιβλίο) κατωτέρω,… … Dictionary of Greek
ευθύς — εία, ύ (ΑΜ εὐθύς, εῑα, ύ, Α ιων. και επικ. τ. ἰθύς) 1. αυτός που έχει τη διεύθυνση τής ευθείας γραμμής, αυτός που δεν λυγίζει ούτε αλλάζει κατεύθυνση (α. «ευθύς οδός» β. «εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι», Πίνδ.) 2. (με ηθ. έννοια)… … Dictionary of Greek
ηνιοχώ — (AM ἡνιοχῶ, έω Α λακων. τ. ἀνιοχίω) [ηνίοχος] 1. κρατώ τα ηνία, οδηγώ με τα ηνία, οδηγώ όχημα («ἀνωτέρω... κατωτέρω ταῑς χερσὶν ἡνιοχεῑν», Ξεν.) 2. μτφ. κυβερνώ, διευθύνω («Μουσῶν στόμαθ ἡνιοχήσας», Αριστοφ.) αρχ. 1. οδηγώ, κατευθύνω («ἡνιοχεῑν… … Dictionary of Greek
θύω — (I) (ΑΜ θύω) προσφέρω θυσία, θυσιάζω νεοελλ. μτφ. 1. καταστρέφω, αφανίζω, εξοντώνω 2. φρ. α) «θύω στον Βάκχο» μεθώ, πίνω υπερβολικά β) «θύω στην Αφροδίτη» παραδίδομαι σε σαρκικές απολαύσεις γ) «θύω και απολλύω» i. κάνω μεγάλες καταστροφές ii.… … Dictionary of Greek