Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κατσάρωμα

См. также в других словарях:

  • κατσάρωμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του κατσαρώνω, σγούρωμα: Ασχολείται με το κατσάρωμα των μαλλιών της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατσάρωμα — το [κατσαρώνω] 1. το να κάνει κάποιος κατσαρό κάτι, να τού μεταβάλει το σχήμα και να τό κάνει σγουρό 2. (για φυτά) ελικοειδής αναρρίχηση …   Dictionary of Greek

  • περμανάντ — το και η, Ν κατσάρωμα τών μαλλιών με χημικές ουσίες και θερμική κατεργασία, που διατηρείται για πολύ καιρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. permanente (ondulation) «διαρκής κυματισμός, κατσάρωμα τών μαλλιών μεγάλης διάρκειας»] …   Dictionary of Greek

  • ενουλισμός — ἐνουλισμός,.ο (Α) [ενουλίζομαι] το κατσάρωμα τών μαλλιών …   Dictionary of Greek

  • κάλαμος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του ποταμού Μαιάνδρου και φίλος μίας των Ωρών και του Καρπού, γιου του Ζέφυρου. Όταν κάποια μέρα, ενώ κολυμπούσαν και οι τρεις στα νερά του Μαιάνδρου, ο Καρπός πνίγηκε, ο Κ. ζήτησε από τον πατέρα του vα ακολουθήσει …   Dictionary of Greek

  • καλάμιστρο — το [καλαμίζω] μεταλλικό κυλινδρικό εργαλείο που χρησίμευε για κατσάρωμα τών μαλλιών …   Dictionary of Greek

  • καλαμίδα — η (Α καλαμίς) [κάλαμος] εργαλείο για τη σύλληψη πτηνών, ξόβεργα αρχ. 1. θήκη γραφικών καλάμων, γραφίδων, κονδυλοθήκη 2. γραφίδα, πένα 3. οδοντογλυφίδα 4. εργαλείο που τό χρησιμοποιούσαν πυρακτωμένο για κατσάρωμα τών μαλλιών 5. είδος καρφοβελόνας …   Dictionary of Greek

  • οντουλάρισμα — το [οντουλάρω] η ενέργεια τού οντουλάρω, τεχνητό κατσάρωμα τών μαλλιών, βοστρύχωση …   Dictionary of Greek

  • οντουλασιόν — το άκλ. διευθέτηση τών μαλλιών με τέτοιο τρόπο ώστε να αποκτήσουν κυματοειδές σχήμα κατά απομίμηση τού φυσικού, οντουλάρισμα, βοστρύχωση, κατσάρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. ondulation (βλ. λ. οντουλάρω)] …   Dictionary of Greek

  • ουλοποίησις — οὐλοποίησις, ἡ (Α) το να κάνει κάποιος κάτι σγουρό, το κατσάρωμα, το σγούρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (II) «σγουρός» + ποιῶ] …   Dictionary of Greek

  • σίδερο — το, Ν 1. ο σίδηρος 2. συνεκδ. α) κάθε όργανο, εργαλείο, σκεύος ή άλλο αντικείμενο κατασκευασμένο από αυτό το μέταλλο (α. «τα σίδερα τού μπαλκονιού [ή τής αυλής ή τής σκάλας]» το σιδερένιο κιγκλίδωμα, τα σιδερένια κάγκελα β. «το σίδερο τής πόρτας» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»