-
1 κατρακυλώ
[катракило] р. катиться кубарем,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κατρακυλώ
-
2 скатить
скатить 1скачу, скатишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. скаченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ. κυλώ προς τα κάτω• κατρακυλώ•скатить бочку в подвал κυλώ το βαρέλι στο υπόγειο.
1. κυλιέμαι προς τα κάτω• κατρακυλώ. || κατεβαίνω, κατέρχομαι απο• πέφτω απο.2. μτφ. μεταπίπτω•скатить к идеализму κατρακυλώ στον ιδεαλισμό•
скатить в болото оппортунизма κατρακυλώ στο βούρκο του οππορτουνισμού.
скатить 2ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. скатить1)• περιβρέχω, περιχύνω• ξεπλύνω.περιβρέχομαι• ξεπλύνομαι. -
3 обвалить
-алю, -алишь, παθ. μτχ. обваленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.1. γκρεμίζω, κατρακυλώ•обвалить камни κατρακυλώ πέτρες.
2. πασπαλίζω, (πασ)αλείφω περιβάλλω•обвалить избу землю αλείφω την ίζμπα με λασπόχωμα.
γκρεμίζομαι, κατρακυλώ. || αποσπώμαι, αποκόβομαι κατά τεμάχια, τρίβομαι, πέφτω. -
4 полететь
полететьсов1. ἀφίπταμαι, πετῶ·2. перен ρίχνομαι (устремиться) / τρέχω, γίνομαι πουλί (побежать)·3. (упасть) разг πέφτω, κατρακυλώ:\полететь с лестницы κατρακυλώ ἀπό τήν σκάλα -
5 скатываться
скатываться Iнесов (в трубку и т.п.) τυλίγομαι.скатываться IIнесов1. (вниз) κατρακυλώ (άμεχ.)·2. перец, презр. κατρακυλώ, ξεπέφτω. -
6 прикатывать
κυλώ, κατρακυλώ (κάτι κάπου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прикатывать
-
7 вкатить
вкатитьсов, вкатывать несов1. (что-л.) μπάζω κυλώντας, (κατρα)κυλῶ, κυλίω:\вкатить бо́чку в сарай κατρακυλώ τό βαρέλι στό ὑπόστεγο·2. (въехать) разг μπαίνω ὁρμητικά. -
8 вкатиться
вкатить||сяκατρακυλώ (ά.«ετ.), κυλώ (άμετ.). -
9 выкатить
выкатитьсов, выкатывать несов κατρακυλώ, κυλίω, βγάζω κυλώντας. -
10 закатываться
закатыватьсянесов1. (о солнце) δύω, βασιλεύω·2. (о мяче и т. п.) κυλώ, κατρακυλώ (άμετ.)· ◊ \закатываться (плачем) (о ребенке) βάζω τά κλάματα· \закатываться смехом μπήγω τά γέλοια. -
11 катиться
катить||сянесов κυλιέμαι, κυλίομαι, τρέχω, κατρακυλώ:автомобиль катится по дороге τό αὐτοκίνητο κυλάει στό δρόμο· пот градом катился с него́ ὁ ίδρωτας ἔτρεχε ποτάμι. -
12 кубарем
кубаремнареч:кати́ться\кубарем κατρακυλώ, κουτρουβαλιέμαι, παίρνω κουτρουβάλα. -
13 наклонный
накло́нн||ыйприл ἐπικλινής, κεκλιμένος, κατωφερής, πλάγιος:\наклонныйая плоскость τό ἐπικλινές ἐπίπεδο[ν], ἡ κατωφερής ἐπιφάνεια· ◊ катиться по \наклонныйой плоскости παίρνω τόν κατήφορο, κατρακυλώ. -
14 откатить
откатитьсов, откатывать несов κυλώ (πρός τά πίσω), κατρακυλώ, παραμερίζω κυλώντας. -
15 перекатить
перекатитьсов, перекатывать несов1. κυλώ κάτι, κατρακυλώ:перекатывать бочку с места на место κυλώ τό βαρέλι ἀπ' τό ἕνα μέρος στό ἀλλο. -
16 подкатить
подкатитьсов, подкатывать несов1. (что-л.) κυλῶ, κατρακυλώ (μετ.):\подкатить бочку κυλῶ τό βαρέλι·2. (быстро подъезжать) разг φτάνω, σταματώ·3. безл:ком подкатил к го́рлу ἔνας κόμπος μοῦ στάθηκε στον λαιμό. -
17 покатить
покатитьсов1. κυλῶ κάτι, κατρακυλώ κάτι, κυλίω·2. (поехать) разг πηγαίνω, τραβώ γιά. -
18 покатиться
покатить||сяκυλῶ (ἄμετ.), κυλιέμαι, κατρακυλώ (άμετ.)· ◊ \покатитьсяся со смеху разг ξεκαρδίζομαι ἀπό τά γέλια, σκάζω στά γέλια. -
19 прикатить
прикатитьсов, прикатывать несов1. (что-л.) κυλώ, κατρακυλώ·2. (приехать) разг φθάνω, καταφθάνω. -
20 скатывать
скатывать Iнесов (в трубку) τυλίγω, κουλουριάζω, στρίβω.скатывать IIнесов Κυλώ, κατρακυλώ (μβτ.), κατεβάζω:\скатывать с горы κατεβάζω κάτι κυλώντας.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κατρακυλώ — και κατρακυλάω κατρακύλησα, κατρακυλήθηκα, κατρακυλημένος 1. κυλάω κάτι γρήγορα προς τα κάτω: Κατρακύλησαν βράχια από την κορφή του βουνού. 2. κάνω κάτι να πέσει προς τα κάτω ή να πάθει μείωση σωματική ή οικονομική: Την κατρακύλησαν τα βάσανα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατρακυλώ — κατρακυλάω / κατρακυλώ, κατρακύλησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κατρακυλώ — άω 1. κυλιέμαι προς τα κάτω, κατέρχομαι γλιστρώντας ή με αλλεπάλληλες ανατροπές (α. «κατρακύλησε από τη σκάλα» β. «το αυτοκίνητο κατρακύλησε στον γκρεμό») 2. (για νερό) χύνομαι 3. κάνω κάποιον να κυλήσει γρήγορα προς τα κάτω, μετακινώ κάποιον ή… … Dictionary of Greek
Ρ, ρ — (αρχαία ελληνικά ρω). Το δέκατο έβδομο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Προέρχεται από το σημιτικό resh (= κεφάλι ανθρώπου) που γραφόταν  ή  . Με το ίδιο περίπου σχήμα (, ), παριστάνεται το ρο στις αρχαιότερες επιγραφές της Θήρας, της Κρήτης,… … Dictionary of Greek
αποθρώσκω — ἀποθρῴσκω (Α) 1. πηδώ έξω από πλοίο («...νηός, ἀπὸ νηός»), κάτω από άλογο («...ἀπὸ τῶν ἵππων») 2. εκτινάσσομαι από τη νευρά του τόξου (για βέλος) 3. βγαίνω, ξεπροβάλλω («καὶ καπνὸν ἀποθρῴσκοντα νοῆσαι ἧς γαίης») 4. (για βράχο) αποσπώμαι και… … Dictionary of Greek
κατακυλίω — (Α κατακυλίω) κυλώ κάτι προς τα κάτω, κατρακυλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κυλίω «κυλώ»] … Dictionary of Greek
κατρακυλιστός — ή, ό αυτός που μετακινήθηκε ή μετακινείται με κατρακύλισμα. επίρρ... κατρακυλιστά με κατρακύλισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατρακυλώ (πρβλ. και κατρακύλισμα)] … Dictionary of Greek
κατρακύλα — η 1. κατρακύλημα, κουτρουβάλημα 2. τόπος κατάλληλος για κατολίσθηση ογκολίθων 3. οικονομικός ή ηθικός ξεπεσμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατρακυλώ υποχωρητικά] … Dictionary of Greek
κατρακύλημα — το [κατρακυλώ] 1. γρήγορο κύλισμα προς τα κάτω, γρήγορη κατολίσθηση 2. απότομη πτώση, ραγδαία μείωση … Dictionary of Greek
κατρακύλι — το 1. όργανο, κύλινδρος ή μικρός τροχός, που χρησιμεύει για να διευκολύνει το κύλισμα βαριών αντικειμένων 2. τόπος κατάλληλος για κατολίσθηση ογκολίθων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατρακυλώ ή < κατρακύλα με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
κατρακύλισμα — το το κατρακύλημα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά τα παράγωγα ρ. σε ίζω από τον αόρ. κατρακύλησα τού κατρακυλώ, που συνέπιπτε φωνητικά με τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek