-
1 κατράμι
[катрами] ουσ. о. смола, двготь, гудрон,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κατράμι
-
2 битум
η ορυκτή άσφαλτοςτο ασφάλτιοη πίσσατο κατράμι, дорожный - οδοστρωμάτωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > битум
-
3 дёготь
η πίσσα, το κατράμι (ξεν)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дёготь
-
4 битумм
битуммἡ ὁρυκτή ἄσφαλτος, ἡ πίσσα, τό κατράμι. -
5 гудрон
гудронм тех. ἡ πίσσα, τό κατράμι. -
6 деготь
дег||отьм ἡ πίσσα, τό κατράμι, ἡ ὑγρόπισσα:древесный \деготь ἡ ξυλόπισσα· ◊ ложка \деготьтя в бо́чке меда погов. а· χύνω φαρμάκι. -
7 мазать
мазатьнесов1. (смазывать) ἀλείφω, πασαλείφω, πασαλείβω, χρίω:\мазать дегтем κατραμώνω, ἀλείφω μέ κατράμι·2. (нама· зывать) ἀλείφω:\мазать хлеб маслом ἀλείφω τό ψωμί μέ βούτυρο·3. (пачкать) разг λερώνω, μουντζουρώνω, ρυπαίνω·4. разг (плохо рисовать) πασαλείφω, μου(ν)τζου-ρώνω τό χαρτί· ◊ \мазать гу́бы βάφω τά χείλια \мазаться1. (пачкаться) λερώνομαι, πασαλείβομαι, μουντζουρώνομαί2. разг (красить лицо, губы) βάφομαι, φκια-σιδώνομαι. -
8 смола
смол||аж ἡ πίσσα:жидкая \смола ἡ ὑγρόπισσα, τό κατράμι· древесная \смола ἡ ρητίνη, ἡ ρετσίνα, τό ρετσίνι· горная \смола ἡ ὀρυκτή ἄσφαλτος, ἡ πισσάσφοιλτος. -
9 вар
-а α.1. πίσσα βρασμένη, κατράμι,πισσίτης.2. (απλ.) βραστό νερό. -
10 пек
-а α. (τεχ.) πίσσα, πισσίτης, κατράμι•изготовление асфальта из -а κατασκευή ασφάλτου από πίσσα.
-
11 смола
-ы θ.1. ρητίνη, ρετσίνι. || πίσσα, κατράμι.2. άνθρωπος ενοχλητικός, τσιμπούρι, κουνούπι, κολλιτσίδα.3. κομμεορητ ίνη.εκφρ.горная смола – η άσφαλτος.
См. также в других словарях:
κατράμι — το (λ. ιταλ.), πίσσα: Ρίξανε κατράμι στο δρόμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατράμι — Παχύρρευστη, βαθύχρωμη, ελαιώδης ουσία με φαινολική οσμή. Είναι μείγμα διαφόρων προϊόντων, όπως οι υδρογονάνθρακες, οι φαινόλες, οι θειούχες και αζωτούχες ενώσεις, καθώς και ποικίλων ποσοτήτων νερού και λεπτότατης σκόνης άνθρακα, η οποία… … Dictionary of Greek
Παλαιό Κατράμι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.) του νομού Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διομήδειας … Dictionary of Greek
κατραμίζω — [κατράμι] επαλείφω με κατράμι, κατραμώνω … Dictionary of Greek
κατραμώνω — [κατράμι] αλείφω με κατράμι, πισσώνω («κατράμωσε το καράβι για να μη σαπίσει») … Dictionary of Greek
κατράνι — το κατράμι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. katran (< ιταλ. catrame). Κατ άλλη άποψη < κατράμι κατά τα τηγάνι, τρυπάνι] … Dictionary of Greek
κατραμάς — και κατρανάς, ο [κατράμι] αυτός που κατασκευάζει και πουλά κατράμι για την επάλειψη πλοίων, τροχοφόρων κ.λπ … Dictionary of Greek
ακατράμωτος — η, ο [κατραμώνω] αυτός που δεν είναι κατραμωμένος, περασμένος με κατράμι, με πίσσα … Dictionary of Greek
κατράμωμα — και κατράνωμα, το [κατραμώνω] επάλειψη ή εμπότιση με κατράμι … Dictionary of Greek
κατραμόπανο — το ύφασμα αλειμμένο με κατράμι που χρησιμοποιείται ως αδιάβροχο επικάλυμμα … Dictionary of Greek
κατραμόχαρτο — το χοντρό αδιάβροχο χαρτί αλειμμένο με κατράμι, πισσόχαρτο … Dictionary of Greek