-
1 регистрировать
регистрировать καταγράφω, εγγράφω; καταχωρίζω (брак, рождение и т. п.)* * *καταγράφω, εγγράφω; καταχωρίζω (брак, рождение и т. п.) -
2 вписывать
1. мат. εγγράφω 2. (встав-лять дополнительно, делать записи в чем-л.) καταχωρίζω, καταχωρώ, εγγράφω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вписывать
-
3 данные
мн. τα στοιχείατα δεδομένα (πλ.)вводить - βάζω τα -, καταχωρίζω τα -проверять - εξακριβώνω τα -, ελέγχω τα -- испытаний - των δοκιμών, ταπορίσματαитоговые - συνολικά -, τελικά -числовые - см. цифровые -экспериментальные - των δοκιμών, δοκιμαστικά -эксплуатационные - της λειτουργίας/εκμετάλλευσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > данные
-
4 поместить
1. (расположить где-л.) τοποθετώ, θέτω, εγκαθιστώ, καταχωρώ 2. (отдать для хранения, использования) βάζω, καταχωρίζω 3. (опубликовать где-л.) δημοσιεύω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поместить
-
5 проводить
1. (возглавлять) οδηγώ, καθοδηγώ, ηγούμαι 2. (осуществлять) εκτελώ, διενεργώ, διεξάγω 3. (строить, прокладывать) κατασκευάζω, εγκαθιστώ 4. (чертить) χαράσσω, χαράζω 5. (чем-л. по чему-л.) περνώ 6. (вести) οδηγώ, φέρω 7. физ. (тепло и т.п.) μεταβιβάζω 8. (бухг.) εγγράφω, καταχωρίζω, καταχωρώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проводить
-
6 чартер
(договор ο фрахтовании судна) η ναύλωση (του πλοίου)το ναυλοσύμφωνοсдавать судно в наём по - у δίνω/καταχωρίζω το πλοίο/σκάφος προς/για -бэрбоут - «γυμνού» (χωρίς εξαρτισμό) πλοίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > чартер
-
7 вставлять
вставлятьнесов θέτω, ἐνθέτω, βάζω, τοποθετώ/ προσθέτω, παρεμβάλλω, καταχωρίζω (в текст)! εἰσάγω (вводить):\вставлять стекла а) ὑαλοθετώ, περνώ τζάμια, б) βάζω φακούς, περνάω γυαλιά (в очки)· \вставлять камень в оправу βάζω πέτρα στό δαχτυλίδι· ◊ \вставлять словечко προσθέτω μιά λέξη, λέγω μιά κουβέντα. -
8 проводить
проводить Iнесов1. (вести) ὁδηγώ, πηγαίνω κάποιον, φέρω:\проводить кратчайшим путем ὁδηγώ ἀπό τόν συντομώτερο δρό· μο· \проводить суда через льды περνώ τά πλοία ἀνάμεσα στους πάγους·2. (чем-л. по чему-л.) περνώ·3. (линию и т. ἡ.) χαράζω, χαράσσω, τραβώ:\проводить черту́ τραβώ γραμμή, χαρακώνω, χαράσσω γραμμή·4. (прокладывать, строить) κατασκευάζω, ἐγκαθιστώ:\проводить электричество в дом κάνω ἡλεκτρική ἐγκατάσταση στό σπίτι· \проводить железную дорогу κατασκευάζω σιδηροδρομική γραμμἤ5. (выполнять, осуществлять) ἐκτελώ, διενεργώ, διεξάγω:\проводить большую работу ἐκτελώ μεγάλη ἐργασία· \проводить опыты κά(μ)νω πειράματα· \проводить собрание διεξάγω συνεδρίαση· \проводить мысль (идею) ἀναπτύσσω γνώμη (ιδέα)· \проводить каку́ю-л. линию перен ἐφαρμόζω κάποια γραμμή· \проводить в жизнь πραγματοποιώ στή ζωή·6. (добиваться утверждения) ψηφίζω·7. (время и т. п.) διάγω, περνώ:весело \проводить праздник περνώ εὐθυμα τή γιορτή·8. физ. (тепло и т. п.) μεταβιβάζω·9. бухг. ἐγγράφω, καταχωρίζω:\проводить по книгам περνώ εἰς τό κατάστιχο.проводить II сов см. провожать. проводка ж1. (действие) ἡ ἐγκατάσταση·2. (провода) τά σύρματα.
См. также в других словарях:
καταχωρίζω — καταχωρίζω, καταχώρισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: καταχωρίζω, καταχωρίζομαι : Το ρ. είναι σύνθετο από το κατά + χωρίζω και όχι από το κατά + χωρώ, επομένως είναι λαθεμένοι οι τύποι καταχωρώ, καταχώρησα, καταχωρούμαι κτλ … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καταχωρίζω — (AM καταχωρίζω) γράφω κάτι στη δική του θέση σε βιβλίο ή κατάλογο, καταγράφω (α. «η αίτηση μου καταχωρίστηκε στο πρωτόκολλο» β. «οὐ κατεχωρίσθη ὁ ἀριθμὸς ἐν βιβλίῳ λόγων τῶν ἠμερῶν τοῡ βασιλέως», ΠΔ) νεοελλ. δημοσιεύω κάτι σε εφημερίδα μσν. 1.… … Dictionary of Greek
καταχωρίζω — καταχώρισα, καταχωρίστηκα, καταχωρισμένος, γράφω κάτι στην οικεία θέση βιβλίου, καταλόγου κ.ά.: Του καταχώρισα τις απουσίες του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταχωρισθέντα — καταχωρίζω place in position aor part pass neut nom/voc/acc pl καταχωρίζω place in position aor part pass masc acc sg καταχωρίζω place in position aor part pass neut nom/voc/acc pl καταχωρίζω place in position aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχωρίζει — καταχωρίζω place in position pres ind mp 2nd sg καταχωρίζω place in position pres ind act 3rd sg καταχωρίζω place in position pres ind mp 2nd sg καταχωρίζω place in position pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχωρίζουσι — καταχωρίζω place in position pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταχωρίζω place in position pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) καταχωρίζω place in position pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχωρίζουσιν — καταχωρίζω place in position pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταχωρίζω place in position pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) καταχωρίζω place in position pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχωρίσαι — καταχωρίζω place in position aor inf act καταχωρίσαῑ , καταχωρίζω place in position aor opt act 3rd sg καταχωρίζω place in position aor inf act καταχωρίσαῑ , καταχωρίζω place in position aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακεχωρισμένα — καταχωρίζω place in position perf part mp neut nom/voc/acc pl κατακεχωρισμένᾱ , καταχωρίζω place in position perf part mp fem nom/voc/acc dual κατακεχωρισμένᾱ , καταχωρίζω place in position perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακεχωρισμέναι — καταχωρίζω place in position perf part mp fem nom/voc pl κατακεχωρισμένᾱͅ , καταχωρίζω place in position perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακεχωρισμένον — καταχωρίζω place in position perf part mp masc acc sg καταχωρίζω place in position perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)