-
1 καταχρώμαι
[катахромэ] р.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καταχρώμαι
-
2 злоупотребить
злоупотребить, злоупотреблять καταχρώμαι \злоупотребить властью καταχρώμαι την εξουσία* * *= злоупотреблятьзлоупотреби́ть вла́стью — καταχρώμαι την εξουσία
-
3 злоупотреблять
злоупотреб||лятьнесов κάνω κατάχρηση[-ιν], καταχρώμαι:\злоупотреблятьлять властью κα-ταχρώμαι τῆς ἐξουσίας· \злоупотреблятьлять добротой καταχρώμαι (или κάνω κατάχρηση) τῆς καλωσύνης. -
4 злоупотребить
-блю-6ишь ρ.σ. καιαχρώ-μαι, κάνω κατάχρηση•злоупотребить доверием καταχρώμαι της εμπιστοσύνης•
злоупотребить властью κάνω κατάχρηση της εξουσίας•
злоупотребить добротой καταχρώμαι της καλοσύνης.
-
5 злоупотребление
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > злоупотребление
-
6 доверие
довери||ес ἡ ἐμπιστοσύνη, ἡ πίστη [-ις]:питать (оказывать) \доверие ἔχω ἐμπιστοσύνη, ἐμπιστεύομαι· внушать \доверие ἐμπνέω ἐμπιστοσύνη· пользоваться \довериеем кого́-л. χαίρω τῆς ἐμπιστοσύνης κάποιου· злоупотреблять \довериеем κάνω κατάχρηση (или καταχρῶμαι) τῆς -εμπιστοσύνης κάποιου· человек, заслу́живающий \довериея ἄνθρωπος ἀξιος ἐμπιστοσύνης, ἀξιόπιστος ἄνθρωπος. -
7 зло
зло Iс τό κακό:причинять \зло кому-л. κάνω κακό σέ κάποιον употреблять что-либо во \зло καταχρώμαι, χρησιμοποιώ για τό κακό· ◊ корень зла ἡ ρίζα τοῦ κακοῦ· из двух зол выбирают меньшее δύο κακών προκειμένων τό μή χείρον βέλτισ-τον.зло IIнареч κακόβουλα, κακοβούλως, μοχθηρά, μέ κακία[ν]:\зло отвечать кому́-либо ἀπαντῶ σέ κάποιον μέ κακία. -
8 растрачивать
растра||чиватьнесов1. (незаконно расходовать) καταχρώμαι, κάνω κατάχρηση·2. (расходовать) ξοδεύω/ (κατα)σπαταλῶ, ἀνεμοσκορπίζω (проматывать) / перен καταστρέφω, χαλνώ ἄσκοπα:\растрачиватьчивать свое здоровье καταστρέφω (или φθείρω) τήν ὑγεία μου. -
9 злоумышлять
[ζλοουμυσλγιάτ*] ρ. καταχρώμαι -
10 растратить
[ρασττάτιτ"] ρ. καταχρώμαι -
11 злоумышлять
[ζλοουμυσλγιάτ'] ρ καταχρώμαι -
12 растратить
[ρασττάτιτ"] ρ καταχρώμαι -
13 доверие
-я ουδ.εμπιστοσύνη, πίστη, αξιοπιστία•войти в доверие αποκτώ τήν εμπιστοσύνη•
облечь -ем περιβάλλω με εμπιστοσύνη•
оказать доверие кому-н. δίνω εμπιστοσύνη σε κάποιον, εμπιστεύομαι•
питать кому-н. доверие τρέφω εμπιστοσύνη σε κάποιον•
лишиться -я στερούμαι της εμπιστοσύνης•
терять доверие χάνω την εμπιστοσύνη•
нарушить чь-н. доверие απιστώ, κάνω απιστία•
слепое доверие τυφλή εμπιστοσύνη•
употреблять во зло чью-либо доверие καταχρώμαι της εμπιστοσύνης κάποιου•
я имею от него доверие είμαι εξουσιοδοτημένος απ' αυτόν•
полное доверие πλήρης, εμπιστοσύνη•
человек достойный -я αξιόπιστος άνθρωπος•
не внушать доверие δεν.εμπνέω εμπιστοσύνη•
пользоваться полным -ем είμαι αξιόπιστος•
завоевать доверие αποκτώ την εμπιστοσύνη.
-
14 превысить
-ышу, -ысишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. превышенный, βρ: -шен, -а, -оρ.σ.μ.ξεπερνώ, υπερβαίνω•превысить план ξεπερνώ το πλάνο•
превысить всякую меру ξεπερνώ πάθε μέτρο (όριο)•
превысить рекор καταρρίπτω ρεκόρ.
|| καταχρώμαι•министр -ил свою власть ο υπουργός έκαμε κατάχρηση της εξουσίας του.
-
15 растратить
ρ.σ.μ.1. δαπανώ, ξοδεύω•растратить все деньги ξοδεύω όλα τα χρήματα;
2. καταχρώμαι• τρώγω•он -ил чужие деньги αυτός καταχράστηκε ξένα χρήματα.
3. μτφ. χρησιμοποιώ άσκοπα, δεν αξιοποιώ.
См. также в других словарях:
καταχρώμαι — καταχρώμαι, καταχράστηκα βλ. πίν. 72 Σημειώσεις: καταχρώμαι : μόνο ως μεταβατικό (καταχρώμαι κάτι) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καταχρώμαι — (AM καταχρῶμαι, άομαι, Α και καταχρέομαι) 1. κάνω μεγάλη χρήση ενός πράγματος, χρησιμοποιώ κάτι πάρα πολύ («καταχρῆται ἡ φύσις ἐν παρέργῳ τῇ... ἀναπνοῇ πρὸς τὴν ὄσφρησιν», Αριστοτ.) 2. κάνω κακή ή υπέρμετρη χρήση ενός πράγματος, κάνω κατάχρηση (α … Dictionary of Greek
καταχρώμαι — καταχράστηκα 1. κάνω υπερβολική χρήση κάποιου πράγματος: Καταχράται τη φιλία μου. 2. ιδιοποιούμαι ξένα χρήματα: Ο ταμίας καταχράστηκε πολλά λεφτά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταχρῶμαι — καταχράομαι pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) καταχράομαι pres ind mp 1st sg (attic) καταχράομαι pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) καταχράομαι pres ind mp 1st sg (ionic) καταχράω make full use of pres subj mp 1st sg (attic epic ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
ακατάχρηστος — ἀκατάχρηστος, ον (Μ) [καταχρῶμαι] άχρηστος ή αμεταχείριστος … Dictionary of Greek
εκκλίνω — (AM ἐκκλίνω) 1. γέρνω προς τα έξω 2. απομακρύνομαι από ένα σημείο, εκτρέπομαι νεοελλ. μεταβάλλω την πορεία πλοίου για να αποτραπεί κίνδυνος μσν. 1. παρασύρω 2. (για τον ήλιο) γέρνω στη δύση, βασιλεύω 3. φρ. «ἐκλλίνω πρὸς βίον» γερνώ αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
κατάχρηση — Όρος του δημόσιου και του ιδιωτικού δικαίου, ο οποίος έχει πολλές έννοιες. Στο διοικητικό δίκαιο, η κ. εξουσίας αποτελεί λόγο ακύρωσης των διοικητικών πράξεων. Στο αστικό δίκαιο (άρθρο 281 Α.Κ.) υφίσταται κ. εξουσίας, όταν ένα δικαίωμα ασκείται… … Dictionary of Greek