-
1 καταφέρνω
[катафэрно] р. наносить удар, убеждать, склонять к чему-либо,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καταφέρνω
-
2 справиться
справиться 1) (осведомиться) πληροφορούμαι, ρωτώ 2) (одолеть) υπερνικώ; τα καταφέρνω, τα βγάζω πέρα (с работой и т. п.)* * *1) ( осведомиться) πληροφορούμαι, ρωτώ2) ( одолеть) υπερνικώ; τα καταφέρνω, τα βγάζω πέρα (с работой и т. п.) -
3 суметь
суметь καταφέρνω, μπορώ; я не \суметью сделать это δε θα μπορέσω να το κάνω* * *καταφέρνω, μπορώя не суме́ю сде́лать э́то — δε θα μπορέσω να το κάνω
-
4 выходить
выходи́ть Iнесов1. βγαίνω, ἐξέρχομαι/ κατεβαίνω, κατέρχομαι (из вагона, самолета, экипажа)/ φεύγω (покидать)/ περνώ, μεταβαίνω (в другое помещение):\выходить на у́лицу βγαίνω (или κατεβαίνω) στό δρόμο· \выходить в море βγαίνω στό πέλαγος, στ· ἀνοιχτἄ \выходить из порта βγαίνω ἀπ' τό λιμάνί \выходить из окружения воен. διασπώ τήν περικύκλωση, διασπώ τόν κλοιό· \выходить из-за стола σηκώνομαι ἀπό τό τραπέζι·2. (появляться) φαίνομαι/ δημοσιεύομαι, ἐκδίδομαι (о книге):\выходить на сцену βγαίνω, ἐμφανίζομαι, παρουσιάζομαι στή σκηνή· \выходить на работу πηγαίνω στήν δουλειά·3. (израсходоваться) ξοδεύομαι, καταναλίσκομαι·4. (удаваться) καταφέρνω, ἐπιτυγχάνω:э́то у меня хорошо́ выходит αὐτό τό καταφέρνω καλά·5. (получаться) γίνομαι, βγαίνω:из него́ выйдет хороший механик αὐτός θά γίνει (илива βγή) καλός μηχανικός· из э́того куска выходит два платья ἀπό ἕνα κομμάτι ὕφασμα βγαίνουν δύο φορέματά из £того ничего не выходит ἀπ' αὐτό δέν βγαίνει τίποτε·6. (из какой-л. среды) προέρχομαι, κατάγομαι·7. (выбывать) ἀποχωρώ, βγαίνω, ἐγκαταλείπω:\выходить из игры βγαίνω ἀπ· τό παιγνίδι· \выходить из строя (о машине) ἀχρηστεύομαι· \выходить в тираж (об облигации) ἀπο-σβύνομαΓ \выходить в отставку παραιτούμαι, ἀποστρατεύομαι18. (об окне, двери и т. п.) βγαίνω, βγάζω κάπου, βλέπω κἀπου:окно выходит во двор тб παράθυρο βλέπει στήν αὐλή· ◊ \выходить замуж παντρεύομαι· \выходить из затруднения βγαίνω ἀπ' τή δυσκολία· \выходить из терпения χάνω τήν ὑπομονή· \выходить из себя γίνομαι ἔξω φρενών, παραφέρομαί \выходить из моды πάβω νά εἶμαι τής μόδας· \выходить из берегов πλημμυρίζω· выходит, что... πάει νά πεῖ πώς...· не выходит из головы δέν βγαίνει ἀπό τό κεφάλι μου (или ἀπό τόν νοῦ μου).вы́ходить IIсов см. выхаживать. -
5 одолевать
одолеватьнесов, одолеть сов I. (побеждать) (ὐπερ)νικῶ·2. перен (осиливать) разг βγάζω πέρα / καταφέρνω νά μάθω (при изучении чего-л.):\одолевать иностранный язык καταφέρνω νά μάθω μιά ξένη γλώσσα·3. перен (охватывать кого-л.\одолевать о состоянии) πιάνω, καταβάλλω, κυριεύω:меня одолел сон μ' ἐπιασε ὑπνος. -
6 управляться
управлять||сяτά καταφέρνω, τά βγάζω πέρα:\управлятьсяся с хозяйством τά καταφέρνω στό νοικοκυριό. -
7 брать
братьнесов1. прям., перен παίρνω, λαβαίνω, λαμβάνω:\брать руками πιάνω μέ τά χέρια μου; \брать с собой παίρνω μαζύ μου; \брать тему для сочинения διαλέγω θέμα γιά ἐκθεση ίδεῶν;2. (принимать) παίρνω, προσλαμβάνω:\брать на работу προσλαμβάνω (или παίρνω) στή δουλειά; \брать домработницу, прислугу παίρνω ὑπηρέτρια; \брать на воспитание υἱοθετῶ, παίρνω νά ἀναθρέψω; \брать на учет καταγράφω, βάζω στήν κατάσταση, σημειώνω, ὑπολογίζω;3. (в обладание, в пользование) παίρνω:\брать в долг (взаймы) παίρνω δανεικά;4. (покупать) παίρνω, ἀγοράζω:\брать билеты в театр παίρνω είσιτήρια γιά τό θέατρο;5. (взимать, взыскивать) παίρνω:\брать» налоги εἰσπράττω φόρους; \брать дорого за что-л. παίρνω ἀκριβά γιά κάτι; ◊ \брать ванну κάνω μπάνιο; \брать такси́ παίρνω ταξι \брать уроки παίρνω μαθήματα; \брать отпуск παίρνω (или λαμβάνω)) ἀδεια; \брать обещание παίρνω ὑπόσχεση ἀπό κάποιον \брать пример παίρνω παράδειγμα; \брать подъем βγάζω τόν ἀνήφορο; \брать начало προέρχομαι, ξεκινώ, ἀρχινώ; \брать хитростью καταφέρνω μέ πονηριά; \брать в расчет ὑπολογίζω, λογαριάζω; \брать в плен αἰχμαλωτίζω; \брать крепость παίρνω (или κυριεύω) τό φρούριο; \брать себя в ру́ки συνέρχομαι, συγκρατιέμαι, αὐτοκυριαρχοῦμαι; не \брать в рот чего-л. δέν βάζω στό στόμα μου κάτι; меня берет сомнение μοῦ γεννήθηκε ἀμφιβολία; \брать за горло πιάνω ἀπ' τό λαιμό; \брать за сердце συγκινώ, προκαλώ δυνατή συγκίνηση; \брать в скобки βάζω σέ παρένθεση. -
8 втираться
втирать||сяразг (проникать) χώνομαι, τρυπώνω· ◊ \втиратьсяся в доверие καταφέρνω ν' ἀποκτήσω τήν ἐμπιστοσύνη κάποιου. -
9 давать
дава||тьнесов1. δίνω, δίδω/ χορηγώ (предоставлять):\давать есть δίνω νά φάει· \давать пить ποτίζω, δίνω νά πιεί· \давать лекарство δίνω τό φάρμακο· \давать расписку ὑπογράφω ἀπόδειξη· \давать взаймы δίνω δανεικά· \давать напрокат δίνω μ' ἐνοίκιο, νοικιάζω σέ κάποιον \давать слово а) δίνω τό λόγο (σέ συνέλευση) (на собрании), б) δίνω τό λόγο μου (обещать)· \давать отсрочку δίνω ἀναβολή·2. (позволять) ἀφήνω, ἐπιτρέπω:\даватьйте я вам помогу́ ἐπιτρέψατε μου νά σας βοηθήσω· не \давать говорить δέν ἀφήνω νά μιλήσει· ◊ \давать дорогу ἀφήνω νά περάσει, παραμερίζω γιά νά περάσει κάποιος· \давать телеграмму στέλνω τηλεγράφημα· \давать залп ρίχνω ὀμο-βροντία· \давать клятву ὁρκίζομαι, δίνω ὀρκο· \давать обещание δίνω ὑπόσχεση·\давать повод δίνω ἀφορμή· \давать понять δίνω νά ἐννοήσει, δίνω νά καταλάβει· \давать начало чему́-л. ἀρχίζω κάτι, κάνω τήν ἀρχή· \давать бой δίνω μάχη· \давать отпор кому́-л. ἀποκρούω, ἀντιμετωπίζω κάποιον \давать ход делу а) βάζω μπρος (или ἀναπτύσσω) μιά δουλειά, б) юр. ἐγείρω, ἀνακινῶ μιά ὑπόθεση· \давать доход δίνω κέρδος, ἀποδίδω ὀφελος· \давать урожай φέρνω ἐσοδεία· \давать показания κάνω κατάθεση, καταθέτω· \давать звонок χτυπώ τό κουδούνι· \давать знак κά(μ)νω σινιάλο· \давать знать είδοποιῶ, γνωστοποιώ· \давать плоды прям., перен καρποφορώ, δίνω καρπό· \давать отчет δίνω λογαριασμό· \давать течь а) ἀρχίζω νά στάζω (о крыше), б) κάνω νερά (о судне)· \давать трещину ραγίζω· \давать себе труд κάνω τόν κόπο· \давать во́лю своему́ гневу ἀφήνω νά ξεσπάσει ὁ θυμός μου· сколько лет вы ему дадите? πόσων χρονῶν λέτε πώς εἶναι;· я бы многое дал, чтобы... καί τί δέν θἄδινα γιά νά...· я тебе дам! (угроза) θά σέ κανονίσω!, θά σοῦ δείξω!· \даватьй (\даватьйте) играть ἄντε (или ἔλα, ἐλάτε) νά παίξουμε· а он \даватьй кричать! κι αὐτός ἐβαλε τίς φωνές!· а он \даватьй бежать! τότε αὐτός τό Εβαλε στά πόδια! даваться несов1. (удаваться) κατορθώνω, ἐπιτυγχάνω, καταφέρνω:ему́ все легко́ дается αὐτός ὅλα τά καταφέρνει εὐκολα· физика ему́ не дается αὐτός δυσκολεύεται στή φυσική·2. (дать поймать себя) πιάνομαι:не \давать в обман δέν ἀφήνω νά μέ γελάσουν. -
10 добиться
доби́тьсясов κατορθώνω, πετυχαίνω:\добиться успехов ἔχω ἐπιτυχίες, πετυχαίνω· \добиться согласия πετυχαίνω τή συγκατάθεση· \добиться своего πετυχαίνω τό σκοπό μου· \добиться победы νικῶ· \добиться то́лку καταφέρνω νά μάθω, βρίσκω ἄκρη. -
11 допытаться
допытатьсясов μαθαίνω, καταφέρνω νά μάθω, πληροφοροῦμαι, ἐξιχνιάζω. -
12 изловчиться
изловчитьсясов разг μηχανεύομαι, βρίσκω τρόπο, καταφέρνω ἐπιτήδεια -
13 обделывать
обделыватьнесов (подвергать обработке) κατεργάζομαι· ◊ \обделывать дельце разг καταφέρνω μιά δουλειά μέ κατεργαριές. -
14 подкладывать
подкладыватьнесов1. (подо что-л.) βάζω ἀπό κάτω, θέτω:\подкладывать поду́шку под голову βάζω τό μαξιλάρι κάτω ἀπό τό κεφάλι·2. (прибавлять) βάζω, ρίχνω, προσθέτω:\подкладывать дрова в печь ρίχνω λίγα καυσόξυλα στήν σόμπα· ◊ \подкладывать свинью кому́-л. разг κάνω βρωμοδουλειά σέ κάποιον, καταφέρνω μιά δουλειά σέ κάποιον. -
15 суметь
суме||тьсов μπορώ, τά καταφέρνω:я не \суметью сказать δέν θά μπορέσω νά πῶ· они не \суметьли правильно ответить δέν μπόρεσαν νά ἀπαντήσουν σωστά. -
16 удаваться
удаватьсянесов πετυχαίνω, καταφέρνω, κατορθώνω:мне не удалось поехать δέν κατώρθωσα νά πάω. -
17 умудриться
умудр||итьсясов, умудряться несов разг ирон,· καταφέρνω, κατορθίνω, τε-χνάζομαι:он \умудритьсяйлся опоздать τά κατάφερε νά ἀργήσει. -
18 ухитриться
ухитритьсясов, ухитряться несов σοφίζομαι, τεχνάζομαι, μηχανεύομαι, τά καταφέρνω. -
19 хитрость
хитрост||ьж1. ἡ πονηριά, ἡ πανουργία, ἡ κατεργαριά·2. (уловка, прием) ἡ πονηριά, ὁ δόλος, τό τέχνασμα:военная \хитрость τό στρατήγημα, τό στρατηγικό τέχνασμα· взять \хитростьью καταφέρνω κάτι μέ πονηριά· пуститься на \хитростьи χρησιμοποιώ πονηριά·3. (изобретательность, искусность) ἡ ἐφευρετικότητα, ἡ ἐπιδεξιότητα, ἡ ἐξυπνάδα·4. (трудность, сложность) ἡ δυσκολία, τό πολύπλοκο· ◊ вот в чем \хитрость νά ποῦ εἶναι τό κουμπί· не велика \хитрость! σπουδαίο πράμα! -
20 одолевать
[ανταλιβάτ'/] ρ. (υπερ)νικώ, καταφέρνω, πιάνω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
καταφέρνω — καταφέρνω, κατάφερα βλ. πίν. 226 Σημειώσεις: καταφέρνω – καταφέρομαι : με την έννοια → δίνω (χτύπημα) απαντώνται και οι τύποι καταφέρω, κατέφερα (π.χ. του κατέφερε καίριο πλήγμα). Το ρ. καταφέρομαι έχει αποκτήσει τελείως διαφορετική σημασία →… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καταφέρνω — 1. φέρω κάτι εις πέρας, κατορθώνω, επιτυγχάνω («δεν τά καταφέρνει στο μαγείρεμα») 2. πείθω, κάνω κάποιον να πεισθεί («τόν κατάφερε να τού γράψει την περιουσία» 3. καταβάλλω, υπερισχύω, ξεπερνώ, υπερνικώ κάποιον («ο μικρός καταφέρνει τον μεγάλο… … Dictionary of Greek
καταφέρνω — κατάφερα, καταφερμένος 1. κατορθώνω, φέρνω σε ευχάριστο τέλος: Τα κατάφερε και πήρε τη θέση αυτή. 2. κάνω κάποιον να πειστεί: Τον κατάφερα τον πατέρα μου να μου αγοράσει ποδήλατο. 3. πετώ κάτι με ορμή εναντίον κάποιου: Του κατάφερε μια καρεκλιά… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πείθω — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… … Dictionary of Greek
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… … Dictionary of Greek
ακατάφερτος — η, ο [καταφέρνω] 1. εκείνος, τον οποίο δεν μπορεί κανείς να καταφέρει, να μεταπείσει ή να εξαπατήσει 2. ακατόρθωτος, απραγματοποίητος … Dictionary of Greek
ακροζώ — ψευτοζώ, μόλις που καταφέρνω και ζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (ΙΙ) + ζω] … Dictionary of Greek