-
1 прирезать
ρ.σ.μ.1. σφάζω, σφαγιάζω.2. (για πολλά)• κατασφάζω•прирезать всю птицу κατασφάζω όλα τα πουλερικά.
3. αποκόπτω, παίρνω ξένο μέρος εδάφους (στο σύνορο).ρ.δ.βλ. прирезать.σφάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
2 переколоть
I. 1. (приколоть иначе или на другое место) καρφιτσώνω αλλιώς ή αλλού 2. (исколоть всё) κατατρυπώ (τα πάντα) 3. (заколоть, убить всех или многих) σκοτώνω/μαχαιρώνω, θανατώνω, κατασφάζω. II.(расколоть) σπάζω (τα πάντα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > переколоть
-
3 изрубить
изрубитьсов1. (капусту, мясо и я. п.) κομματιάζω·2. (убить) κατασφάζω. -
4 вырезать(ся)
вы/ резать(ся) 1-ежу, -ежешь, προστκ. вырежи, κ. вырежь, ρ.σ.μ.1. κόβω, αποκόπτω, εκκόπτω, εκ-τέμνω, αφαιρώ, βγάζω•вырезать(ся) опухоль αφαιρώ τον όγκο•
вырезать(ся) картинки из книги κόβω τις εικόνες από το βιβλίο.
2. σκαλίζω, χαράσσω•вырезать(ся) свое имя на кольце χαράσσω το όνομα μου στο δαχτυλίδι.
3. ξεχωρίζω, δίνω•беднякам -ли лучшие земли στη φτωχολογιά έδωσαν τα καλύτερα χωράφια.
|| σφάζω, κατασφάζω•бандиты -ли все население деревни οι ληστές έσφαξαν όλους τους κατοίκους του χωριού•
1. κόβομαι, αποκόπτομαι.2. μτφ. ξεχωρίζω, διακρίνομαι, φαίνομαι ζωηρά.выреза/ ть(ся) 2ρ.δ.βλ. вырезать(ся). -
5 изрубить
-ублю, -убишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изрубленный, βρ: -лен, «а-оρ.σ.μ.1. κατακόβω, κατατέμνω.2. κατασφάζω. -
6 перерезать
-ежу, -жешь ρ.σ.μ.1. (κυρλξ. κ. μτφ.) κόβω•перерезать вервку, проволоку κόβω την τριχία, το σύρμα•
перерезать дорогу машине κόβω το δρόμο στο αυτοκίνητο.
2. κατακόβω•перерезать себе руки κατακόβω τα χέρια μου.
3. κατασφάζω•перерезать всех кур σφάζω όλες τις κότες.
1. κόβομαι•проволока легко -лась το σύρμα εύκολα κόπηκε•
перерезать бритвой κατακόβομαι με το ξυράφι.
2. σφάζομαι•они -лись, чтобыне сдаваться σφάχτηκαν για να μην παραδοθούν.
|| αλληλοσφάζομαι.ρ.δ.βλ. перерезать(ся). -
7 порубать
ρ.σ.μ. (διαλκ.) κατασφάζω.
См. также в других словарях:
κατασφάζω — (AM κατασφάζω και Μ κατασφάττω) σφάζω με αγριότητα, σκοτώνω χωρίς οίκτο, κατακρεουργώ … Dictionary of Greek
κατασφάζω — κατέσφαξα και κατάσφαξα, κατασφάχτηκα και κατασφάγηκα, κατασφαγμένος, σφάζω κάποιον με αγριότητα: ΟιΤούρκοι κατάσφαξαν πολλούς Έλληνες στην Πελοπόννησο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατασφάζετε — κατασφάζω slaughter pres imperat act 2nd pl κατασφάζω slaughter pres ind act 2nd pl κατασφάζω slaughter pres imperat act 2nd pl κατασφάζω slaughter pres ind act 2nd pl κατασφάζω slaughter imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) κατασφάζω slaughter… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασφάξει — κατασφάζω slaughter aor subj act 3rd sg (epic) κατασφάζω slaughter fut ind mid 2nd sg κατασφάζω slaughter fut ind act 3rd sg κατασφάζω slaughter aor subj act 3rd sg (epic) κατασφάζω slaughter fut ind mid 2nd sg κατασφάζω slaughter fut ind act 3rd … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασφάξουσι — κατασφάζω slaughter aor subj act 3rd pl (epic) κατασφάζω slaughter fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κατασφάζω slaughter fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) κατασφάζω slaughter aor subj act 3rd pl (epic) κατασφάζω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασφάξουσιν — κατασφάζω slaughter aor subj act 3rd pl (epic) κατασφάζω slaughter fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κατασφάζω slaughter fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) κατασφάζω slaughter aor subj act 3rd pl (epic) κατασφάζω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασφάξω — κατασφάζω slaughter aor subj act 1st sg κατασφάζω slaughter fut ind act 1st sg κατασφάζω slaughter aor subj act 1st sg κατασφάζω slaughter fut ind act 1st sg κατασφάζω slaughter aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) κατασφάζω slaughter aor ind mid… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασφαζομένων — κατασφάζω slaughter pres part mp fem gen pl κατασφάζω slaughter pres part mp masc/neut gen pl κατασφάζω slaughter pres part mp fem gen pl κατασφάζω slaughter pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασφαξάντων — κατασφάζω slaughter aor part act masc/neut gen pl κατασφάζω slaughter aor imperat act 3rd pl κατασφάζω slaughter aor part act masc/neut gen pl κατασφάζω slaughter aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασφάζει — κατασφάζω slaughter pres ind mp 2nd sg κατασφάζω slaughter pres ind act 3rd sg κατασφάζω slaughter pres ind mp 2nd sg κατασφάζω slaughter pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασφάζουσι — κατασφάζω slaughter pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κατασφάζω slaughter pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) κατασφάζω slaughter pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κατασφάζω slaughter pres ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)