Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

καταπόδι

  • 1 καταπόδι

    [катаподи] ουσ. о. следом

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καταπόδι

  • 2 вдогонку

    вдогонку καταπόδι· пускаться за кем-л. \вдогонку κυνηγώ κάποιον καταπόδι
    * * *

    кем-л. за вдого́нку — κυνηγώ κάποιον καταπόδι

    Русско-греческий словарь > вдогонку

  • 3 выследить

    выследить, выслеживать πα ρακολουθώ κρυφά, περνώ κατα πόδι, παραφυλάω
    * * *
    = выслеживать
    παρακολουθώ κρυφά, περνώ καταπόδι, παραφυλάω

    Русско-греческий словарь > выследить

  • 4 гнаться

    гнать||ся
    1. (преследовать) (κατα)διώκω, κυνηγῶ:
    \гнатьсяся по пята́м παίρνω καταπόδι κάποιον
    2. (добиваться чего-л.) κυνηγώ:
    \гнатьсяся за сла́вой κυνηγώ τή δόξα.

    Русско-новогреческий словарь > гнаться

  • 5 следом

    следом
    нареч καταπόδι, στό κατόπι:
    идти \следом за кем-л. βαδίζω στά ίχνη κάποιου· ходить \следом за кем-л. παίρνω τό κατόπι κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > следом

  • 6 вдогонку

    επίρ.
    κατά πόδι, από το κοντό, κατά πόδας•

    пуститься за кем-н. вдогонку παίρνω κάποιον καταπόδι.

    Большой русско-греческий словарь > вдогонку

  • 7 преследовать

    -дую, -дуешь
    ρ.δ.μ.
    1. καταδιώκω, κυνηγώ•

    преследовать зверя κυνηγώ το θηρίο•

    врага καταδιώκω τον εχθρό.

    || καταδιώκω από κοντά, παίρνω καταπόδι, από το κοντό.
    2. ενοχλώ, δεν αφήνω ήσυχο•

    меня не перестат преследовать мысль о болезни δεν με αφήνει ήσυχο η σκέψη για την αρρώστεια.

    3. διώκω, κατατρέχω•

    -демократов διώκω τους δημοκράτες.

    4. διώκω (νομικώς)•

    преследовать по суду διώκω δικαστικώς•

    преследовать судебным порядком διώκω με τη δικαστική οδό.

    5. επιδιώκω, σκοπεύω, στοχεύω, βάζω για σκοπό•

    преследовать свой интересы βάζω για σκοπό τα συμφέροντα μου.

    καταδιώκομαι, κυνηγιέμαι. || διώκομαι, κατατρέχομαι κλπ. ρ. ενεργ.φ.

    Большой русско-греческий словарь > преследовать

  • 8 привязать

    -вяжу, вяжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. привязанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. δένω, προσδένω•

    привязать леску к удочке δένω την πετονιά στο αγκίστρι•

    привязать собаку к забору δένω το σκυλί στον περίβολο.

    2. μτφ. καρφώνω, κρατώ ακίνητο•

    болезнь -ла его к постоли η άρρωστεια τον κάρφωσε στο κρεβάτι.

    3. εμπνέω αφοσίωση.
    4. συσχετίζω, βάζω σε αντιστοιχία αντισταθμίζω.
    1. δένομαι, προσδένομαι.
    2. μτφ. αφοσιώνομαι.
    3. κολλώ, ενοχλώ, γίνομαι τσιμπούρι (κουνούπι, βδέλλα). || κολλώ, επιδιώκω καβγά. || παρακολουθώ καταπόδι. || συνηθίζω, μου γίνεται συνήθεια.
    4. συσχετίζομαι, παραθέτομαι• αντισταθμίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > привязать

  • 9 следом

    επίρ. βήμα προς βήμα, κατά βήμα, κατάπόδι, πάνω στα χνάρια.

    Большой русско-греческий словарь > следом

См. также в других словарях:

  • καταπόδι — και καταπόδα και καταπόδας (AM κατά πόδα[ς], Μ και καταπόδι[ν], καταπόδου και καταποδοῡ) επίρρ. 1. ακριβώς από πίσω, κατόπιν, στα ίχνη κάποιου («παίρνω καταπόδι» ή «πηγαίνω καταπόδι κάποιον» παρακολουθώ, κυνηγώ, καταδιώκω, παίρνω από πίσω… …   Dictionary of Greek

  • καταπόδι — επίρρ. τροπ., αμέσως κατόπιν κάποιου: Τον πήρε καταπόδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταποδιαστός — ή, ό 1. αυτός που ακολουθεί κάποιον καταπόδι, από πίσω 2. αλλεπάλληλος, συνεχόμενος («καταποδιαστές επέσαν οι συφορές στο σπίτι του»). επίρρ... καταποδιαστά 1. χωρίς σταμάτημα 2. ο ένας μετά τον άλλο, στη σειρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταπόδι + κατάλ.… …   Dictionary of Greek

  • καταπόδα — βλ. καταπόδι …   Dictionary of Greek

  • καταπόδας — βλ. καταπόδι …   Dictionary of Greek

  • φρεναπάτη — η, Ν ψευδαίσθηση, πλάνη («κι όλοι... το καταπόδι σου πετούν στού νου τη φρεναπάτη», Γρυπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φρην, φρενός + απάτη. Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Α. Ρ. Ραγκαβή] …   Dictionary of Greek

  • ύστερο — το / ὕστερον, ΝΜΑ (ιατρ. κτην.) τα εξαρτήματα τού εμβρύου που αποκολλώνται από τη μήτρα και αποπίπτουν μετά τον τοκετό, δηλαδή ο πλακούντας, οι υμένες, και η ομφαλίδα, κν. άκλουθο και καταπόδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. ὑστέρα με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • φρεναπάτη — η απάτη (πλάνη) των φρενών ή των αισθήσεων, απατηλή αντίληψη, παραίσθηση, ψευδαίσθηση, πλάνεμα: Κι όλοι... το καταπόδι σου πετούν στου νου τη φρεναπάτη (Ι. Γρυπάρης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»