Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

καταπλήττω

См. также в других словарях:

  • καταπλήττω — καταπλήσσω strike down pres subj act 1st sg (attic) καταπλήσσω strike down pres ind act 1st sg (attic) καταπλήσσω strike down pres subj act 1st sg (attic) καταπλήσσω strike down pres ind act 1st sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπλήσσω — (Α καταπλήσσω και αττ. τ. καταπλήττω) προξενώ θαυμασμό ή φόβο σε κάποιον, κάνω κάποιον να τά χάσει, να μείνει άναυδος, σαστίζω, εντυπωσιάζω, θαμπώνω, εκπλήσσω αρχ. 1. χτυπώ δυνατά 2. εκφοβίζω, τρομάζω με φωνές 3. μτφ. μέσ. καταπλήσσομαι… …   Dictionary of Greek

  • υπερκαταπλήττω — Α προξενώ μεγάλο τρόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + καταπλήττω «προξενώ θαυμασμό ή φόβο»] …   Dictionary of Greek

  • ԲԵԿԱՆԵՄ — (բեկի, բե՛կ.) NBH 1 479 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 10c, 11c, 12c, 13c, 14c ն. κλάω frango Կոտորել կամ կտրել. մասնատել զամբողջ ինչ ʼի մասունս, եւ բրդել. մաս մաս՝ կտորբրդուճ ընել, կտրել. ... *Առեալ զհինգ նկանակն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»