-
1 καταπλήττω
пугаю, устрашаю -
2 καταπλήσσω
καταπλήττω (παθ. αόρ. κατεπλάγην) μετ. поражать, ошеломлять, изумлять -
3 καταπλησσω
атт. καταπλήττω (fut. καταπλήξω; aor. pass. κατεττλάγην - эп. κατεπλήγην) тж. med.1) поражать, подавлять, угнетать, смущать(τὰς ψυχάς Xen.; med. τοὺς ὑπεναντίους Polyb.)
κ. ἐπὴ τὸ φοβεῖσθαι Thuc. — нагонять страх;καταπλαγῆναι τῷ πολέμῳ Thuc. и (med.) τὸν πόλεμον Polyb. — испугаться войны;μέ καταπέπληχθε ἄγαν Thuc. — не поддавайтесь чрезмерному страху2) производить (сильное) впечатление, потрясать(τοὺς ἀκροατάς Arst.)
τοὺς φαύλους τῇ τιμωρίᾳ καὴ τῷ φόβῳ καταπλήττεσθαι Diod. — воздействовать на дурных страхом наказания
См. также в других словарях:
καταπλήττω — καταπλήσσω strike down pres subj act 1st sg (attic) καταπλήσσω strike down pres ind act 1st sg (attic) καταπλήσσω strike down pres subj act 1st sg (attic) καταπλήσσω strike down pres ind act 1st sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπλήσσω — (Α καταπλήσσω και αττ. τ. καταπλήττω) προξενώ θαυμασμό ή φόβο σε κάποιον, κάνω κάποιον να τά χάσει, να μείνει άναυδος, σαστίζω, εντυπωσιάζω, θαμπώνω, εκπλήσσω αρχ. 1. χτυπώ δυνατά 2. εκφοβίζω, τρομάζω με φωνές 3. μτφ. μέσ. καταπλήσσομαι… … Dictionary of Greek
υπερκαταπλήττω — Α προξενώ μεγάλο τρόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + καταπλήττω «προξενώ θαυμασμό ή φόβο»] … Dictionary of Greek
ԲԵԿԱՆԵՄ — (բեկի, բե՛կ.) NBH 1 479 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 10c, 11c, 12c, 13c, 14c ն. κλάω frango Կոտորել կամ կտրել. մասնատել զամբողջ ինչ ʼի մասունս, եւ բրդել. մաս մաս՝ կտորբրդուճ ընել, կտրել. ... *Առեալ զհինգ նկանակն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)