-
1 καταπατώ
[катапато] р. попирать права,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καταπατώ
-
2 нарушать
нарушатьнесов1. διαταράσσω, ταράζω, ἐνοχλώ, ἀνησυχῶ:\нарушать покой διαταράσσω τήν ήσυχία· \нарушать сон κόβω τόν ὑπνο·2. (преступать) παραβαίνω, παραβιάζω, καταπατώ, ἀθετῶ:\нарушать закон καταπατώ τόν νόμον ·\нарушать клятву, присягу παραβαίνω (или πατῶ) τόν ὀρκο μου· \нарушать слово ἀθετΦ τόν λόγο μου· \нарушать договор καταπατώ τήν συμφωνία· \нарушать границу παραβιάζω τά σύνορα. -
3 отступать
отступать, отступить 1)υποχωρώ, οπισθοχωρώ 2) (отказаться) απαρνιέμαι· \отступать от правил καταπατώ τους κανόνες* * *= отступить1) υποχωρώ, οπισθοχωρώ2) ( отказаться) απαρνιέμαιотступа́ть от пра́вил — καταπατώ τους κανόνες
-
4 попирать
попиратьнесов книжн. 1.:\попирать (ноги́-ми) ποδοπατώ·2. перен καταπατώ:\попирать» чьй-л. права καταπατώ τά δικαιώματα κάποιου. -
5 вытоптать
-пчу, -пчешь, ρ.σ.μ.1. ποδοπατώ, καταπατώ, τσαλαπατώ•вытоптать посевы καταπατώ τα σπαρτά.
|| ανοίγω δρόμο με πατήματα.2. (απλ.) λερώνω με ακάθαρτα παπούτσια•вытоптать пол λερώνω το πάτωμα με ακάθαρτα παπούτσια.
-
6 нарушать
1. (мешать нормальному действию, состоянию) διαταράσσωταράζωενοχλώ2. (прерывать) διακόπτω 3. (не соблюсти, переступать) παραβιάζω, καταπατώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нарушать
-
7 условие
1. (соглашение ο чём-л.статья договора требование или предложение) о όρ/οςвносить поправки в - я аккредитива κάνω διορθώσεις στους - ους της πιστωτικής επιστολήςнесоблюдение - й παράβαση/αθέτηση τους - ους- я контракта - οι της συμφω-νίας/σύμβασης2. (тех., мат.) η συνθήκ/η, τα δεδομένα 1. ατμόσφαιρας και θερμοκρασία 273,15 Кпроизводственные - я - ες της παραγωγής, παραγωγικές - εςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > условие
-
8 втаптывать
втаптыватьнесов τσαλαπατώ, καταπατώ, πατῶ· ◊ \втаптывать в грязь кого-л. ἐξευτελίζω, δυσφημώ, προπηλακίζω κάποιον. -
9 вторгаться
вторгатьсянесов-, вторгнуться сов εἰσβάλλω, κάνω ἐπιδρομή, ἐπεμβαίνω:\вторгаться в чужие владения καταπατώ ξένη ἰδιοκτησία· \вторгаться в чужую жизнь ἐπεμβαίνω στή ζωή ἐνός ἄλλου. -
10 вытравить
вытравитьсов, вытравлять несов1. (истреблять) ἐξοντώνω, ἐξολοθρεύω/ ἐξαλείφω, βγάζω (пятно):\вытравить плод мед. καταστρέφω τό Εμβρυο, κάνω ἀποβολή, κάνω ἐκτρωση·2. (надпись, рисунок и т. п.) χαράσσω (или ἐγκαίω) μέ νιτρικό ὀξύ·3. (производить потраву) καταπατώ, τσαλαπατώ, καταστρέφω·4. перен (искоренять) ἐξαφανίζω, ξεριζώνω. -
11 затаптывать
затаптыватьнесов1. καταπατώ, ποδοπατώ, τσαλαπατώ·2. (запачкать пол и т. п.) разг λερώνω, γεμίζω μέ πατημασιές. -
12 истаптывать
истаптыватьнесов1. καταπατώ, τσαλαπατώ·2. (обувь) разг χαλνώ, λυώνω. -
13 мять
мятьнесов1. (разминать) ζουπίζω, ζουλῶ, μαλάζω, ζυμώνω / πατῶ, καταπατώ, ποδοπατώ (ногами)·2. (комкать) τσαλακώνω, ζαρώνω·3. (лен, пеньку и т. п.) τρίβω. -
14 преступать
преступатьнесов, преступить сов ἀθετώ, παραβαίνω, καταπατώ:\преступать закон παραβαίνω τόν νόμο· \преступать границы ὑπερβαίνω τά δρια, τό παρακάνω, τό παραξηλώνω. -
15 растаптывать
растаптыватьнесов ποδοπατώ, καταπατώ, τσαλαπατώ. -
16 топтать
топт||атьнесов1. πατώ, ποδοπατώ, τσαλαπατώ, καταπατώ·2. (грязнить) γεμίζω πατημασιές:\топтатьать пол γεμίζω πατημασιές τό πάτωμα· \топтатьать ногами τσαλαπατώ· \топтатьать траву́ πατώ τό χορτάρι. -
17 втоптать
-пчу, -пчешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. втоптанный, βρ: -тан, -а, -оρ.σ.μ.καταπατώ, ποδοπατώ, τσαλαπατώ, κλωτσοπατώ. -
18 вытравить
-влю, -вишьρ.σ.μ.1. δηλητηριάζω, καταστρέφω, εξολοθρεύω, ξεκάνω με δηλητήριο.2. καθαρίζω χημικώς•вытравить пятна βγάζω τους λεκέδες με χημική ουσία.
3. χαράσσω (με χημική ουσία σε μέταλλο).4. καταπατώ, ποδοπατώ, τσαλαπατώ.5. (πυνηγ.) σηκώνω, βγάζω, κάνω να βγει, να ξεπεταχτεί, το θήραμα.1. καθαρίζομαι, βγαίνω, εξαλείφομαι, με χημική ουσία.2. χαράσσομαι με χημική ουσία.-влю, -вишьρ.σ.μ.(ναυτ.) ξελασκάρω, χαλαρώνω, ξεσφίγγω λίγο.κατεβαίνω αργά, λίγο-λίγο (για άγκυρα, παλαμάρι). -
19 затоптать
-опчу, -опчешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. затоптанный, βρ: -тан, -а, -оρ.σ.μ.1. ποδοπατώ, καταπατώ, τσαλαπατώ. || λερώνω, λασπώνω, γεμίζω με πατημασιές.2. χώνω μέσα πατώντας.3. σβήνω πατώντας.4. θανατώνω πατώντας.αρχίζω να ποδοπατώ. -
20 истоптать
-опчу, -опчешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. истоптанный, βρ: -тан, -а, -о ρ.σ.μ.1. καταπατώ, τσαλαπατώ. || λερώνω (με ακάθαρτα υποδήματα)•истоптать пол λερώνω το πάτωμα.
2. φθείρω, χαλώ (από τη χρήση)•истоптать сапоги χαλνώ τις μΐότες.
3. περιέρχομαι, περπατώ, γυρίζω.φθείρομαι, χαλνώ.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
καταπατώ — καταπατώ, καταπάτησα βλ. πίν. 73 και πρβλ. καταπατάω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καταπατώ — και καταπατάω καταπάτησα, καταπατήθηκα, καταπατημένος 1. πατώ κάτι ή κάποιον με τα πόδια, ποδοπατώ, τσαλαπατώ: Όταν είδαν την πυρκαγιά, όλοι έσπευσαν έξω, και πολλά άτομα καταπατήθηκαν. 2. παραβαίνω, ακυρώνω: Τον καταπάτησε το νόμο. 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταπατώ — (AM καταπατῶ, έω) 1. πατώ ισχυρά με τα πόδια, ποδοπατώ (α. «τα άλογα αφηνίασαν και καταπάτησαν πολλά άτομα» β. «ἐπέπιπτόν τε ἀλλήλοις καἰ κατεπάτουν», Θουκ.) 2. αθετώ, παραβαίνω, περιφρονώ (α. «μην καταπατήσεις τον όρκο σου» β. «καταπατήσας τοὺς… … Dictionary of Greek
καταπατῶ — καταπατέω trample under foot pres subj act 1st sg (attic epic doric) καταπατέω trample under foot pres ind act 1st sg (attic epic doric) καταπατέω trample under foot pres subj act 1st sg (attic epic doric) καταπατέω trample under foot pres ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατώ — και πατάω / πατῶ, έω και αιολ. τ. πάτημι, ΝΜΑ 1. έχω ή βάζω το πόδι μου πάνω σε κάτι, σε έναν τόπο ή σε ένα αντικείμενο (α. «πάτησα ένα καρφί» β. «χῶρος οὐχ ἁγνὸς πατεῑν», Σοφ.) 2. λεηλατώ, διαρπάζω, κυριεύω (α. «πατήσανε το κάστρο» β. «πόλιν...… … Dictionary of Greek
ακαταπάτητος — η, ο (Α ἀκαταπάτητος, ον) [καταπατῶ] εκείνος που δεν έχει καταπατηθεί ή δεν μπορεί να καταπατηθεί, να παραβιαστεί «ακαταπάτητα κτήματα», «ακαταπάτητα δικαιώματα» … Dictionary of Greek
ατραπός — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 880 μ., 174 κάτ.) του νομού Φλωρίνης. Βρίσκεται στα νότια της πόλης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Περάσματος. * * * η (AM ἀτραπός, Α και ἀτραπός και ἀταρπιτός) στενό πέρασμα, μονοπάτι νεοελλ. (τοπογρ.) όρος που… … Dictionary of Greek
βατεύω — (Α βατεύω) νεοελλ. (για ζώα ή και ανθρώπους με αντικ. θηλ. προσ.) έρχομαι σε σαρκική μίξη, καβαλάω αρχ. προξενώ βλάβη, καταπατώ, ποδοπατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < βατώ ( έω) (κατά το οχεύω) < βατος, βάτης < βαίνω] … Dictionary of Greek
βιάζω — (AM βιάζω) Ι.1. μεταχειρίζομαι βία εναντίον κάποιου, αναγκάζω με τη βία 2. αναγκάζω με τη βία πρόσωπο σε σαρκική ένωση μαζί μου μσν. νεοελλ. πιέζω κάποιον φορτικά νεοελλ. 1. καταπιέζω, φέρνω σε δύσκολη θέση κάποιον 2. παρακινώ, παροτρύνω έντονα… … Dictionary of Greek
διαπατώ — (I) διαπατῶ ( άω) (Α) [απατώ] εξαπατώ πλήρως. (II) διαπατῶ ( έω) (Α) [πατώ] καταπατώ … Dictionary of Greek
διαστείβω — (Α) 1. προχωρώ διά μέσου 2. καταπατώ … Dictionary of Greek