-
1 застыдить
застыдитьсов (ἐ)ντροπιάζω, καταντρο-πιάζω, καταισχύνω. -
2 позор
позорм τό αίσχος, ἡ ντροπή, τό ὅνει-δος, ἡ ἀτιμία, ἡ καταισχύνη:клеймить кого́-л. \позором στιγματίζω κάποιον, καταισχύνω κάποιον покрывать себя \позором ντροπιάζομαι· изгнать с \позором ντροπιάζω καί διώχνω κάποιον. -
3 срамить
срамитьнесов (ἐ)ντροπιάζω, καταισχύνω. -
4 загрязнить
ρ.σ.μ.1. λερώνω, λασπώνω, κηλιδώνω•загрязнить одежду λερώνω το ένδυμα• загрязнить ‘пол λερώνω το πάτωμα•
загрязнить руки λερώνω τα χέρια.
2. μτφ. ατιμάζω, καταισχύνω, σπιλώνω,λερώνω, -ομαι•отекло -лось το γυαλί (τζάμι) λέρωσε.
-
5 запачкать
ρ.σ.μ. λερώνω, λεκιάζω, κηλιδώνω, σπιλώνω. || μτφ. καταισχύνω, ντροπιάζω, μουντζουρώνω.λερώνομαι κλπ. ρ.μ. -
6 запятнать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. запятнанный, βρ: -нан, -а, -о.1. κηλιδώνω, λεκιάζω, λερώνω.2. μτφ. καταισχύνω, καταντροπιάζω, μουντζουρώνω.3. στιγματίζω, χαράζω στίγματα με κάψιμο.4. (ε)γγίζω, χτυπώ με το χέρι, βγάζω εκτός παιγνιδιού.κηλιδώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
7 Perhaps
adv.To make as assertion less strong: P. and V. σχεδόν τι.Perhaps I do not put your nature to shame: V. σχεδόν τι τὴν σὴν οὐ καταισχύνω φύσιν (Soph., El. 609).Perhaps you are right: P. κινδυνεύεις ἀληθῆ λέγειν (Plat., Sym. 205D).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Perhaps
См. также в других словарях:
καταισχυνῶ — καταισχύνω dishonour fut ind act 1st sg (attic epic doric) καταισχύνω dishonour fut ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταισχύνω — καταισχύ̱νω , καταισχύνω dishonour aor subj act 1st sg καταισχύ̱νω , καταισχύνω dishonour pres subj act 1st sg καταισχύ̱νω , καταισχύνω dishonour pres ind act 1st sg καταισχύ̱νω , καταισχύνω dishonour aor subj act 1st sg καταισχύ̱νω , καταισχύνω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταισχύνω — (AM καταισχύνω) 1. ατιμάζω, ντροπιάζω («οὐ καταισχυνῶ ὅπλα τὰ ἱερά») 2. κάνω κάποιον να αισθανθεί μεγάλη ντροπή, τόν καταντροπιάζω, τόν ρεζιλεύω μσν. αρχ. μέσ. καταισχύνομαι αισθάνομαι ντροπή μπροστά σε κάποιον, ντρέπομαι αρχ. (με απρμφ.)… … Dictionary of Greek
καταισχυνεῖ — καταισχύνω dishonour fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) καταισχύνω dishonour fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) καταισχύνω dishonour fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) καταισχύνω dishonour fut ind act 3rd sg (attic epic … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταισχυνθησόμενον — καταισχύνω dishonour fut part pass masc acc sg καταισχύνω dishonour fut part pass neut nom/voc/acc sg καταισχύνω dishonour fut part pass masc acc sg καταισχύνω dishonour fut part pass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταισχυνθέντα — καταισχύνω dishonour aor part pass neut nom/voc/acc pl καταισχύνω dishonour aor part pass masc acc sg καταισχύνω dishonour aor part pass neut nom/voc/acc pl καταισχύνω dishonour aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταισχυνοῦσι — καταισχύνω dishonour fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) καταισχύνω dishonour fut ind act 3rd pl (attic epic doric) καταισχύνω dishonour fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) καταισχύνω dishonour fut ind act 3rd pl (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταισχυνοῦσιν — καταισχύνω dishonour fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) καταισχύνω dishonour fut ind act 3rd pl (attic epic doric) καταισχύνω dishonour fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) καταισχύνω dishonour fut ind act 3rd pl (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταισχυνούσης — καταισχύνω dishonour fut part act fem gen sg (attic epic) καταισχῡνούσης , καταισχύνω dishonour pres part act fem gen sg (attic epic ionic) καταισχύνω dishonour fut part act fem gen sg (attic epic) καταισχῡνούσης , καταισχύνω dishonour pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταισχυνούσῃ — καταισχύνω dishonour fut part act fem dat sg (attic epic) καταισχῡνούσῃ , καταισχύνω dishonour pres part act fem dat sg (attic epic ionic) καταισχύνω dishonour fut part act fem dat sg (attic epic) καταισχῡνούσῃ , καταισχύνω dishonour pres part… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταισχῦνον — καταισχύνω dishonour pres part act masc voc sg καταισχύνω dishonour pres part act neut nom/voc/acc sg καταισχύνω dishonour pres part act masc voc sg καταισχύνω dishonour pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)