-
1 καταθέτης
[кататетис] ουσ. а. основательΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καταθέτης
-
2 вкладчик
-
3 депонеит
депон||еитм фин. ὁ καταθέτης, ὁ παρα-καταθέτης. -
4 вкладчик
ο καταθέτης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вкладчик
-
5 депонент
фин. о καταθέτης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > депонент
-
6 вкладчик
вкладчикм ὁ καταθέτης. -
7 вкладчик
[φκλάττσικ] ουσ. α. καταθέτης -
8 депонент
[ντιπανιέντ] οοσ. α καταθέτης -
9 вкладчик
[φκλάττσικ] ουσ α καταθέτης -
10 депонент
[ντιπανιέντ] ουσ α καταθέτης -
11 вкладчик
-а α. –ца, -ы θ.ο, η καταθέτης χρημάτων. -
12 депозитор
-а α. (οικον.) καταθέτης.
См. также в других словарях:
καταθέτης — ο θηλ. καταθέτρια αυτός που καταθέτει χρήματα σε πιστωτικό ίδρυμα: Είστε καταθέτης στην τράπεζα αυτή; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταθέτης — ο, θηλ. καταθέτρια και καταθέτις αυτός που καταθέτει χρήματα σε πιστωτικό ίδρυμα για ασφάλεια ή για να εισπράττει τόκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατατίθημι. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Ιωάννη Σκαλτσούνη] … Dictionary of Greek