Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

καταδύομαι

  • 1 нырнуть

    нырнуть, нырять βουτώ, καταδύομαι, κάνω βουτιά
    * * *
    = нырять
    βουτώ, καταδύομαι, κάνω βουτιά

    Русско-греческий словарь > нырнуть

  • 2 нырнуть

    нырнуть
    сов, нырять несов καταδύομαι, δίνω βουτιά, βουτώ:
    \нырнуть головой δίνω βουτιά μέ τό κεφάλι· ло́дка ныряет в волнах ἡ βάρκα σκεπάζεται ἀπό κύματά самолет нырну́л в облака τό ἀεροπλάνο χώθηκε στά σύννεφα.

    Русско-новогреческий словарь > нырнуть

  • 3 погружаться

    погружать||ся
    1. (с вещами, товарами) φορτώνομαι / ἐπιβιβάζομαι (Ш πλοίου), μπαρκάρω (на судно)·
    2. (в воду и т. п.) βυθίζομαι, βουτώ (ἄμετ.), βουλιάζω (άμ£τ.), καταδύομαι·
    3. перен ἀπορροφῶμαι, βυθίζομαι, εἶμαι βυθισμένος:
    \погружатьсяся в чтение βυθίζομαι,στό διάβασμα.

    Русско-новогреческий словарь > погружаться

  • 4 нырять

    ρ.δ.
    1. βυθίζομαι, καταδύομαι, βουτώ, ποντίζομαι.
    2. μτφ. εισδύω, χώνομαι•

    нырять в толпу χώνομαι στο πλήθος.

    3. ταλαντεύομαι, πηγαίνω πέρα-δώθε. || κάνω βουτιά•

    самолт -яет в воздухе το αεροπλάνο κάνει βουτιές στον αέρα.

    || (πυγμαχία) κάμπτομαι, αποφεύγω τα χτυπήματα στο κεφάλι.

    Большой русско-греческий словарь > нырять

См. также в других словарях:

  • καταδύομαι — καταδύομαι, καταδύθηκα βλ. πίν. 6 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καταδύομαι — καταδύθηκα, βυθίζομαι κάτω από το νερό, βουλιάζω, κάνω βουτιά: Καταδύθηκε βαθιά στη θάλασσα και χτύπησε σε μια πέτρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταδύομαι — καταδύω go down pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουτώ — (Μ βουτώ) Ι. 1. βυθίζω κάτι μέσα σε υγρό 2. κάνω βουτιά, καταδύομαι 3. βαφτίζω στην κολυμπήθρα 4. αρπάζω ξαφνικά κάποιον από κάποιο μέλος του σώματός του 5. αφαιρώ κάτι με τη βία ή κρυφά 6. παίρνω κάτι με προθυμία 7. χειρονομώ άσεμνα σε βάρος… …   Dictionary of Greek

  • κολυμπώ — (AM κολυμπῶ, άω, Α δωρ. τ. κολυμφῶ, Μ και κολυμπῶ και μέσ. κολυμπῶμαι) επιπλέω και μετακινούμαι στο νερό με κατάλληλες κινήσεις τών άκρων («α. είναι 20 χρόνων και δεν ξέρει να κολυμπάει» β. «ἐκέλευσέ τε τοὺς δυναμένους κολυμβᾱν», ΚΔ) νεοελλ. μτφ …   Dictionary of Greek

  • αλιβδύω — ἁλιβδύω (Α) 1. καταδύομαι, βυθίζομαι στη θάλασσα 2. κρύβω, εξαφανίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. (Κατά τους αρχαίους γραμμ.) αιολ. τ. αντί τού *ἁλιδύω < ἁλι * (< ἅλς) + δύω] …   Dictionary of Greek

  • εισκυκλώ — εἰσκυκλῶ ( έω) (Α) 1. στρέφω προς τα μέσα 2. (στο θέατρο) στρέφω με μηχάνημα προς τα μέσα και κρύβω από τα μάτια τών θεατών 3. εισάγω 4. παθ. βυθίζομαι, καταδύομαι …   Dictionary of Greek

  • επικαταδύνω — ἐπικαταδύνω (Α) 1. καταδύομαι, βυθίζομαι κατόπιν 2. (για αστέρια) δύω κατόπιν («ἐπικαταδύω τῷ ἡλίω», Πρόκλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κατα δύνω (ή καταδύω) «βυθίζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • καταδυτικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην κατάδυση 2. φρ. α) φυσ. «καταδυτικός φακός» ο αντικειμενικός φακός τού μικροσκοπίου β) ναυτ. «καταδυτικό μηχάνημα» αυτόνομη ή μη συσκευή που επιτρέπει την κατάδυση και παραμονή τού ανθρώπου μέσα στο νερό. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • κατακολυμβώ — κατακολυμβῶ, άω (Α) κολυμπώ προς το βάθος, καταδύομαι («κατακολυμβῶσιν οἱ σπογγεῑς», Αριστ.) …   Dictionary of Greek

  • κολυμβιτεύω — (Α) καταδύομαι σε δεξαμενή. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για εσφ. γρφ. αντί κολυμβητ εύω < κολυμβητής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»