-
1 καταγορασμος
См. также в других словарях:
καταγορασμός — καταγορασμός, ὁ (Α) [καταγοράζω] η χονδρική αγορά ενός πράγματος («ἐξαπέστειλε ναῡς φορτίδας καὶ χρήματα πρὸς τὸν τοῡ σίτου καταγορασμόν», Διόδ.) … Dictionary of Greek
καταγορασμόν — καταγορασμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγόραξις — καταγόραξις, ἡ (Α) [καταγοράζω] ο καταγορασμός* … Dictionary of Greek