Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

καταγορασμος

См. также в других словарях:

  • καταγορασμός — καταγορασμός, ὁ (Α) [καταγοράζω] η χονδρική αγορά ενός πράγματος («ἐξαπέστειλε ναῡς φορτίδας καὶ χρήματα πρὸς τὸν τοῡ σίτου καταγορασμόν», Διόδ.) …   Dictionary of Greek

  • καταγορασμόν — καταγορασμός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγόραξις — καταγόραξις, ἡ (Α) [καταγοράζω] ο καταγορασμός* …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»