Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

καταγίνομαι

  • 1 καταγίνομαι

    [катагиноме] ρ. заниматся

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καταγίνομαι

  • 2 возиться

    возиться
    несов
    1. (о детях) παίζω (резвиться)! κάνω ἀταξίες (шалить)·
    2. (с кем-л., чем-л.) разг ἀσχολούμαι, καταγίνομαι μέ κάτι, παιδεύομαι/ σκοτίζομαι, ἔχω σκοτοῦρες (иметь много хлопот, возни):
    \возиться с отчетом ἀσχολούμαι μέ τόν ἀπολογισμό·
    3. (копаться) χρονίζω, καθυστερώ.

    Русско-новогреческий словарь > возиться

  • 3 копошиться

    копошиться
    несов
    1. (кишеть) κινούμαι, βρίθω·
    2. (возиться с чем-л.) разг καταγίνομαι μέ μικροπράγματα, τραβιέμαι μέ κάτι.

    Русско-новогреческий словарь > копошиться

  • 4 мелочь

    мелоч||ь
    ж
    1. (мелкие предметы) τά μικροπράματα, τά λιανώματα·
    2. (деньги) τά ψιλά, τά λιανά·
    3. (пустяк) ἡ μικρολογία, τό ἀσήμαντο γεγονός, τό τιποτένιο πρᾶ(γ)μα· ◊ размениваться на \мелочьи μικρο-λογῶ, καταγίνομαι μέ τιποτένια πράγματα.

    Русско-новогреческий словарь > мелочь

  • 5 хлопотать

    хлопот||ать
    несов
    1. ἀσχολούμαι, καταγίνομαι, κοπιάζω:
    \хлопотать по хозяйству ἀσχολοῦμαι μέ τό νοικοκυριό·
    2. (о чем-либо) φροντίζω, κάνω ἐνέργειες·
    3. (за кого-л.) ἐνεργώ γιά κάποιον, μεσολαβώ.

    Русско-новогреческий словарь > хлопотать

  • 6 брать

    беру, берешь, παρλθ. χρ. брал, -ла, -ло, ρ.δ.μ.
    1. παίρνω, λαμβάνω• πιάνω•

    брать руками παίρνω με τα χέρια•

    брать свой шляпу παίρνω το καπέλλο μου.

    || μτφ. εκλέγω, εκλάμβανα)•

    беру в качестве примера παίρνω σαν παράδειγμα•

    брать тему на диссертации παίρνω θέμα διατριβής.

    2. παίρνω μαζί μου (φεύγοντας)" мы берем продовольствия на два дня παίρνομε μαζί μας τρόφιμα για δυο μέρες•

    я -у с собой дочку παίρνω μαζί μου την κόρη.

    3. δέχομαι, προσδέχομαι•

    брать поручение παίρνω εντολή•

    брать грех на душу παίρνω αμαρτία στην ψυχή, αμαρταίνω.

    4. παίρνω στην κατοχή μου ή για χρησιμοποίηση•

    брать долг παίρνω δάνειο•

    брать приданое παίρνω προίκα.

    || ενοικιάζω•

    брать такси παίρνω ταξί.

    || αγοράζω•

    брать билеты в театр παίρνω εισιτήρια για το θέατρο•

    почем -ли ситвц? πόσο το πήρατε το τσιτάκι;

    5. εισπράττω•

    брать налога παίρνω φόρο.

    || υποχρεώνω κάποιον•

    брать слово παίρνω λόγο•

    брать обещание παίρνω υπόσχεση.

    6. βγάζω, εξάγω, εξορύσσω•

    -камень βγάζω πέτρα.

    || μτφ. δανείζομαι•

    брать цитату из писателя βγάζω (παίρνω) τσιτάτο από τον συγγραφέα.

    7. κυριεύω, καταλαβαίνω•

    -город παίρνω την πόλη.

    || πιάνω, συλλαμβάνω•

    брать в пленных πιάνω αιχμαλώτου, αιχμαλωτίζω.

    || μτφ. κυριεύω, πιάνω•

    дрожь его берет τον πιάνει τρεμούλα.

    8. (αθλτ.) υπερπηδώ, ξεπερνώ•

    брать барьер υπερπηδώ το εμπόδιο.

    9. κατορθώνω, πετυχαίνω•

    он берет хитростью το κατορθώνει (καταφέρνει) με την πονηριά.

    10. αφαιρώ, απορροφώ, αποσπώ•

    чтение газет берет у него ежедневно час το διάβασμα των εφημερίδων του τρώει κάθε μέρα μια ώρα.

    11. βάλλω, κόβω, φτάνω•

    винтовка берет на 600 метров το ντουφέκι κόβει στα 600 μέτρα.

    12. κατευθύνομαι, στρίβω, κόβω•

    прохожий берет налево ο διαβάτης κόβει αριστερά.

    13. (με μερίκά ουσ. σχηματίζει στα ρωσικά συνδυασμούς)•

    брать во внимание προσέχω•

    брать в расчет υπολογίζω, λογαριάζω•

    брать под защиту παίρνω υπο την προστασία•

    брать в учет παίρνω υπ’ όψη (μου)•

    брать курс, направление παίρνω κατεύθυνση (κατευθύνομαι)•

    брать начало αρχίζω, παίρνω ως αφετηρία.

    εκφρ.
    брать ή взять аккорд – πιάνω συγχορδία• брать ή взять ноту πιάνω το μουσικό τόνο• брать ή взять быка за рога πιάνω τον ταύρο από τα κέρατα•
    брать всем – έχω όλα τα προσόντα• брать ή взять за сердце за душу ή за живое κυριεύω τις καρδιές, τις ψυχές, επιδρώ ζωηρά, συγκινώ• брать ή взять на себя παίρνω επάνω μου, υπ’ ευθύνη μου•
    наша берет – νικούμε•
    ваша берет – νικάτε.
    1. παίρνομαι, λαμβάνομαι κλπ. ρ.μ.

    взятки -утся без свидетелей τα δωροδοκήματα παίρνονται χωρίς μάρτυρες (κρυφά).

    2. πιάνομαι, νιρατιέμαι•

    дети в игре -утся за руки τα παιδιά στο παιγνίδι πιάνονται από τα χέρια.

    || μτφ. ασχολούμαι•

    брать за перо πιάνομαι με το γράψιμο.

    3. καταπιάνομαι, καταγίνομαι•

    у меня ни опыта, ни знаний....как же брать за такую работу? εγώ δεν έχω ούτε πείρα, ούτε γνώσεις....Πως να καταπιαστώ με τέτοια εργασία;

    4. αναλαμβάνω•

    он не берется за это αυτός δεν αναλαβαίνει τέτοια δουλιά.

    5. (απρόσ.) αντλούμαι, βγαίνω, πηγάζω•

    откуда такие силы -утся? από που αντλούνται τέτοιες δυνάμεις

    εκφρ.
    брать ή взяться за ум – μυαλώνω, βάζω μυαλό, σωφρωνίζομαι•
    брать за оружие – παίρνω τα όπλα (εξεγείρομαι).

    Большой русско-греческий словарь > брать

  • 7 заняться

    займусь, займешься, παρλθ. χρ. занялся, -лась, -лось, μτχ. παρλθ. χρ. занявшийся, ρ.σ.
    1. ασχολούμαι, καταγίνομαι με κάτι•

    заняться спортом ασχολούμαι με τον αθλητχσμό•

    заняться политикой ασχολούμαι με την πολιτική•

    пустяками ασχολούμαι με τιποτενια πράγματα.

    2. αρχίζω, καταπιάνομαι•

    он -лся письмом αυτός άρχισε να γράφει•

    она -лась делом αυτή άρχισε τη δουλειά.

    εκφρ.
    дух -лся (занимает(ся); дыхание -лось (занимает(ся) – μου πιάστηκε (πιάνεται) η αναπνοή.
    ρ.σ.
    1. ανάβω, παίρνω φωτιά•

    сажа в трубе -лась η καπνιά στην καπνοδόχο πήρε φωτιά.

    2. αρχίζω να (ανα) φαίνομαι•

    заря -лась άρχισε να φέγγει, πήρε να φέξει.

    Большой русско-греческий словарь > заняться

  • 8 засаживаться

    ρ.δ.
    1. (απλ.) κάθομαι., ΐαάνω θέση. || καταγίνομαι, ασχολούμαι, με ζήλο.
    2. φυτεύομαι, κλπ. ρ. ενεργ. φ. βλ. засадить.

    Большой русско-греческий словарь > засаживаться

  • 9 засесть

    -сяду, -сядешь, παρλθ. χρ. засел, -ла, -ло, προστκ. засядь
    ρ.σ.
    1. κάθομαι, παίρνω θέση καθήμενου. || επιδίδομαι, στρώνομαι, καταγίνομαι•

    засесть за работу στρώνομαι στη δουλειά.

    2. κάθομαι, κλείνομαι στο σπίτι, δε βγαίνω έξω.
    3. κάθομαι κρυμμένος, κρύβομαι, ενεδρεύω,! λουφάζω (σε ενέδρα).
    4. εισχωρώ, μπαίνω βαθιά. || μτφ. μπαίνω, ριζώνω (στη συνείδηση, καρδιά κ.τ.τ.) -ла у него в голове мысль του μπήκε στο μυαλόηιδέα

    Большой русско-греческий словарь > засесть

  • 10 копошиться

    -шусь, -шишься
    ρ.δ.
    1. ανακινούμαι, κινούμαι ανάκατα, προς διάφορες κατευθύνσεις• τριγυρίζω, στριφογυρίζω•

    муравьи -лись возле муравейника τα μυρμήγκια τριγύριζαν γύρω από τη μυρμηγκοφωλιά.

    || μτφ. αναδεύω, επανέρχομαι συχνότατα (για σκέψεις, αισθήματα).
    2. καταγίνομαι, ασχολούμαι με ψιλοπράγματα• τραβιέμαι με κάτι.

    Большой русско-греческий словарь > копошиться

  • 11 кость

    -и, προθτ. о кости, в -й, γεν. πλθ.θ.
    1. κόκκαλο, οστό•

    -и конечностей τα κόκκαλα των άκρων•

    рыбная кость το ψαροκόκκαλο•

    бедренная кость μηριαίο οστό, μηρικό κόκκαλο•

    берцовая кость το κνημιαίο οστό•

    лучевая -(ανατ.) κερκίδα•

    грудная кость το στέρνο•

    -и павших τα οστά των πεσόντων•

    слоновая кость ελεφαντοστό.

    2. πλθ. -и τα ζάρια, τα κότσια•

    игри в -и το μπαρμπούτι•

    игральные -и τα ζάρια•

    играть в -и παίζω τα ζάρια.

    || πούλι, πεσσός.
    3. πλθ. -и πεσσοί (πούλια) αριθμητηρίου.
    εκφρ.
    белая кость – επιφανής καταγωγή, από σόι•
    чрная кость – άσημη καταγωγή•
    дворянская кость – ευγενική καταγωγή•
    до -и – μέχρι το κόκκαλο•
    кожа да -и – πετσί και κόκκαλο (κάτισχνος)•
    одни -и – μόνο κόκκαλα (κάτισχνος)•
    широкая -; широк -ью ; широк в -и – θερίος άντρας, άντρακλας• (για γυναίκα) γυναικάρα•
    стоить -ью в горле ή поперёк горла – μού κάτσε κόκκαλο στο λαιμό ή μού κάτσε καρφί στο μάτι (μεγάλο εμπόδιο ή πολύ μισητός)•
    лечь костьми – α) πέφτω στη μάχη. β) καταγίνομαι, καταβάλλω μεγάλες προσπάθειες•
    - ей не собрать – σπάζω (λιανίζω) τα κόκκαλα, κατακομματιάζω•
    с -и прочь ή долойπαλ. αφαιρουμένου, εκτός, έξω, πλην (για λογαριασμό)•
    построить ή воздвигнуть на -ях – αποκτώ με μεγάλες θυσίες.

    Большой русско-греческий словарь > кость

  • 12 мелочь

    -и, γεν. πλθ.θ.
    1. μικροπράγματα, ψιλοπράγματα, λιανικά•

    всякая мелочь παντοειδή μικροπράγματα.

    || (για αντικείμενα ή ζώα) αθρσ. τα μικρά. || τα μικρά παιδιά. || μτφ. οι μικροί, οι κατώτεροι άνθρωποι (κοινωνικά ή υπηρεσιακά).
    2. αθρσ. τα ψιλά, τα λιανά, τα λιανώματα.
    3. πράγμα ασήμαντο, αναξιόλογο, τιποτένιο. || μικρολεπτομέρεια.
    εκφρ.
    α) λιανικώς• продавать по -ам – πουλώ λιανικώς•
    β) από λίγα, κατά μικρές ποσότητες• покупать по -ам – αγοράζω από λίγα πράγματα•
    размениваться по -ам ή на -и – ασχολούμαι (καταγίνομαι) με μικροπράγματα.

    Большой русско-греческий словарь > мелочь

  • 13 набросить

    -брошу, -бросишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наброшенный, βρ: -шен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. επιρρίπτω, ρίχνω επάνω•

    набросить платок на плечи ρίχνω το μαντήλι στους ώμους•

    набросить на себи плащь ρίχνω επάνω μου το αδιάβροχο,

    2. βλ. набросать (2 σημ.).
    1. ρίχνομαι,επιπίπτω.
    2. επιδίδομαι με ζήλο, καταγίνομαι.
    3. επιτίθεμαι με βρισιές, αποπαίρνω.

    Большой русско-греческий словарь > набросить

  • 14 носить

    ношу, носишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ношенный
    -шен, -а, -о
    ρ.δ.μ.
    1. βλ. нести (1 σημ.).
    2. είμαι έγγυα.
    3. φέρω, φορώ•

    носить оччки φορώ ματαγυάλια•

    носить траур; носить чрное πενθώ, φέρω πένθος, πενθοφορώ, μαυροφορώ•

    кольцо φέρω φαχτυλίδι.

    || έχω•

    носить бороду φέρω γένια (γενειάδα)•

    носить усы έχω μουστάκια•

    бакенбарды φέρω φαβορίτες.

    4. ονομάζομαι•

    носить фамилию мужа φέρω το επώνυμο του συζύγου.

    || (για βαθμό, τίτλο κ.τ.τ.)• κατέχω•

    он -ит звание генерала αυτός φέρει το βαθμό του στρατηγού.

    5. ασθμαίνω, πνευστιώ, κοντανασαίνω.
    6. χαρακτηρίζομαι μαρτυρώ• έχω τη μορφή.
    εκφρ.
    способный носить оружие – ικανός να φέρει όπλο (μάχιμος)•
    высоко (гордо) носить головуβλ. στο ρ. нести• носить на руких кого κρατώ στα χέρια κάποιον (προσέχω πάρα πολύ)•
    едва (ле, насилуκ.τ.τ.) ноги -сит μόλις (και μετά βίας) σέρνει τα πόδια του.
    1. βλ. нестись (1 σημ.).
    2. φοριέμαι.
    3. τραβιέμαι, ασχολούμαι πολύ, καταγίνομαι.
    4. μεταφέρομαι, μετακομίζομαι, κουβαλιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > носить

  • 15 обратить

    -ашу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обращенный, βρ: -щён, -щена, -щено
    ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• στρέφω, γυρίζω, κατευθύνω•

    -йте лицо ко мне στρέψτε το πρόσωπο σας προς εμένα•

    обратить спину к кому γυρίζω τα νώτα (τις πλάτες) σε κάποιον•

    обратить взгляд или взор к кому στρέφω (καρφώνω) το βλέμμα σε κάποιον•

    обратить оружие против врага στρέφω το όπλο κατά του εχθρού.

    || αλλάζω, μεταφέρω•

    -разговор к другому предмету γυρίζω την κουβέντα αλλού.

    || τραβώ, προσελκύω•

    обратить на себя чьи-либо взоры τραβώ την προσοχή κάποιου.

    2. μετατρέπω, μεταπείθω• κάνω•

    обратить в своих сторонников κάνω (κάποιον) οπαδό μας•

    обратить в какую-н. веру κάνω κάποιον να αλλαξοπιστήσει.

    3. μετατρέπω, μεταβάλλω μεταποιώ•

    обратить газ в жидкость μετατρέπω το αέριο σε υγρό•

    обратить город в ппелъ κάνω την πόλη στάχτη (καταστρέφω ολοσχερώς).

    || τρέπω•

    обратить в бегство τρέπω σε φυγή•

    обратить своё имущество в деньги μετατρέπω την περιουσία μου σε χρήμα.

    4. χρησιμοποιώ επωφελούμαι•

    обратить в свою пользу ошибки других επωφελούμαι των λαθών των άλλων.

    εκφρ.
    в шутку, в смех – το γυρίζω στ αστείο, στο γέλιο.
    1. στρέφομαι, στρέφω, γυρίζω•

    обратить лицом к свету στρέφω το πρόσωπο κατά το φως•

    обратить вспять πισωγυρίζω.

    || κατευθύνομαι, καρφώνομαι; καθηλώνομαι•

    глаза присуствующкх -лись на не τα μάτια των παρευρισκομένων στράφηκαν προς αυτήν.

    || καταγίνομαι, αφοσιώνομαι, ασχολούμαι• ανατρέχω•

    обратить к изучению древних рукописей αφοσιώνομαι με τη μελέτη των αρχαίων χειρόγραφων.

    2. μετατρέπομαι, μεταβάλλομαι, μετεξελίσσομαι•

    он -лся в ск-птика αυτός έγινε σκεπτικιστής.

    || περιφέρομαι.
    3. απευθύνομαι, αποτείνομαι ζητώ•

    обратить за помощь к соседу ζητώ βοήθεια από το γείτονα•

    он не знает кому обратить αυτός δεν ξέρει που να απευθυνθεί.

    4. οξύνω, εντείνω•

    обратить в слух είμαι όλος αυτιά, εντείνω την ακοή•

    обратить в зр-ние εντείνω την όραση.

    || τρέπομαι•

    обратить в бг-ство τρέπομαι σε φυγή, κατατροπώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обратить

  • 16 обращать

    ρ.δ.
    βλ. обратить.
    1. βλ. обратиться.
    2. περιστρέφομαι, κινούμαι περί, γύρω•

    земля -ется вокруг солнца η γη κινείται περί τον ήλιο.

    3. κυκλοφορώ• είμαι, βρίσκομαι σε κυκλοφορία.
    4. (συμπερι)φέρομαΐ-οη•

    хорошо -ется с подчинёнными αυτός καλά συμπεριφέρεται προς τους υφιστάμενους.-

    5. χρησιμοποιώ, δουλεύω•

    уметь обращать с инструментом ξέρω (μπορώ) να χρησιμοποιώ το εργαλείο.

    6. καταγίνομαι, ασχολούμαι.
    7. κυκλοφορώ, μπαίνω σε κυκλοφορία.

    Большой русско-греческий словарь > обращать

  • 17 переусердствовать

    -ствуго, -сгвуешь
    ρ.σ.
    δείχνω υπερβολικό ζήλο• καταγίνομαι, βάνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > переусердствовать

  • 18 поднажать

    ρ.σ. (απλ.)
    1. μ. πιέζω δυνατότερα.
    2. μτφ. (εξ)ασκώ πίεση.
    3. μτφ. καταγίνομαι με ζήλο.

    Большой русско-греческий словарь > поднажать

  • 19 приохотить

    -очу -отишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приохоченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    κάνω να αγαπήσει, παρακινώ, μαθαίνω, συνηθίζω.
    αγαπώ, καταπιάνομαι με ζήλο, καταγίνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > приохотить

  • 20 сесть

    сяду, сядешь, παρλθ. χρ. сел, -ла, -ло, προστκ. сядь
    ρ.σ.
    1. κάθομαι, καθίζω•

    -на стул κάθομαι στο κάθισμα•

    сесть у окна κάθομαι κοντά στο παράθυρο•

    все соли за столом όλοι κάθησαν (γύρω) στο τραπέζι•

    сесть боком κάθομαι στο πλευρό (πλεύρα)•

    сесть верхом κάθομαι καβάλα•

    сесть в автобус κάθομαι, στο λεωφορείο•

    сесть в трамвай κάθομαι, στο τρ αμ.

    2. ασχολούμαι, καταγίνομαι, καταπιάνομαι, επιδίδομαι•

    сесть за книгой πιάνω το βιβλίο (ασχολούμαι με το διάβασμα)•

    сесть за рулм κάθομαι στο τιμόνι.

    || πιάνω θέση (υπηρεσία). || περνώ σε καθιστική εργασία.
    3. (με τις λέξεις: в тюрьму, под арест κ.τ.τ.) είμαι•

    в тюрьму κάθομαι φυλακή, είμαι φυλακισμένος? сесть под арест κάθομαι (είμαι) κρατούμενος.

    4. προσγειώνομαι, προσθαλασσώνομαι•

    самолт сел το αεροπλάνο κάθισε.

    5. βασιλεύω•

    солнце• сестьло ο ήλιος κάθισε.

    6. επικάθομαι•

    туман сел η ομίχλη κάθισε.

    7. παθαίνω καθίζηση•

    фундамент сел το θεμέλιο κάθισε.

    8. συστέλλομαι, μαζεύω•

    рубашка после стирки села το πουκάμισο μετά το πλύσιμο μάζεψε.

    9. μειώνομαι, ελαττώνομαι, λιγοστεύω• αδυνατίζω•

    вода сла το νερό λιγόστεψε.

    || χάνω την αντοχή, ισχύ, εξασθενίζω•

    пружина сла το ελατήριο κάθισε (εξασθένισε).

    εκφρ.
    сесть на голову кому – κάθομαι στο σβέρκο κάποιου (κάνω υποχείριο μου κάποιον)•
    сесть на мель – α) προσαράζω, εξοκέλλω, κάθομαι (για βάρκα, σκάφος, β) περιέρχομαι, περιπίπτω σε δυσχερή οικονομική κατάσταση•
    сесть на царство – ενθρονίζομαι, κάθομαι στο θρόνο, γίνομαι τσάρος, βασιλιάς•
    - на яйца – κάθομαι στ αυγά (κλωσσώ).

    Большой русско-греческий словарь > сесть

См. также в других словарях:

  • καταγίνομαι — βλ. πίν. 121 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καταγίνομαι — (AM καταγίνομαι, Α και καταγίγνομαι) ασχολούμαι συνήθως με κάτι (α. «καταγίνομαι με τις δουλειές τού σπιτιού» β. «ἐν τούτῳ κατεγίγνετο πάντα τὸν χρόνον», Πολ.) μσν. γίνομαι αρχ. 1. διαμένω, κατοικώ 2. ζω, περνώ τη ζωή μου 3. φθάνω κάπου… …   Dictionary of Greek

  • καταγίνομαι — κατάγινα, ασχολούμαι με κάτι: Καταγίνεται με το εμπόριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταγίνομαι — καταγίγνομαι abide pres ind mp 1st sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

  • προσδιατρίβω — Α 1. συναναστρέφομαι με κάποιον («ἑαυτοὺς αἰτιάσονται οἱ προσδιατρίβοντές σοι τῆς αὑτῶν ταραχῆς καὶ ἀπορίας», Πλάτ.) 2. ασχολούμαι, καταγίνομαι με κάτι 3. διαμένω, παραμένω κοντά («πυρὸς ὄγκῳ προσδιατρίβοντος», Πλούτ.) 4. μένω περισσότερο χρόνο.… …   Dictionary of Greek

  • συνδιαπονώ — έω, Α εξακολουθώ να καταγίνομαι με κάτι ή να κοπιάζω μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διαπονῶ «μοχθώ, καταγίνομαι με κάτι με ζήλο»] …   Dictionary of Greek

  • έπω — (I) ἕπω (Α) ασχολούμαι, καταγίνομαι με κάτι («τὸν δ’ εὗρ’ ἐν θαλάμῳ περικαλλέα τεύχε ἕποντα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρ. *sep «ασχολούμαι, τιμώ». Συνδέεται με το αρχ. ινδ. sapati «περιποιούμαι, αποδίδω σεβασμό» και το παρεκτεταμένο λατ …   Dictionary of Greek

  • ανθοκομώ — (Α ἀνθοκομῶ, έω) νεοελλ. καταγίνομαι με την ανθοκομία αρχ. παράγω άνθη …   Dictionary of Greek

  • ασχολούμαι — (Α ἀσχολοῡμαι, έομαι) [άσχολος] είμαι απασχολημένος, καταγίνομαι με κάτι …   Dictionary of Greek

  • διαπονώ — διαπονῶ, έω (Α) 1. εργάζομαι με κόπους, καλλιεργώ επιμελώς 2. αγωνίζομαι, μοχθώ 3. καταγίνομαι σε κάτι με ζήλο 4. εκγυμνάζω, εξασκώ 5. (για τη γη) καλλιεργώ 6. (για το σπίτι) διοικώ, κουμαντάρω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»