-
1 κατέφαγε
см. κατ—εσθίω -
2 κατεσθιω
эп. (fut. κατέδομαι, aor. 2 κατέφαγον, pf. κατεδήδοκα - эп. κατέδηδα; pf. pass. κατεδήδεσμαι)1) съедать, пожирать(τοὺς τετριγῶτας νεοσσούς, ταῦρον, βοῦς Hom.; τὰ φύλλα Her.; ὑπ΄ ὄφεων κατεδηδεσμένος Arst.)
ὠμὸν κ. τινά Xen. — съесть живьем, т.е. полностью уничтожить кого-л.2) перен. пожирать, истреблять, расточать(τὰ κοινά, τὰ πατρῷα Arph.; τὰ ὄντα Dem.; τὰς οἰκίας τῶν χηρῶν NT.)
3) разъедать4) терзать(ὅ ζῆλος κατέφαγέ - v. l. καταφάγεταί - με NT.). - см. тж. κατέδω
См. также в других словарях:
κατέφαγε — κατεσθίω eat up aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατέφαγ' — κατέφαγε , κατεσθίω eat up aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζήλος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Πάλλαντα και κόρης του Ωκεανού, αδελφός της Νίκης, του Κράτους και της Βίας. Ήταν προσωποποίηση της φιλεργίας. Μαζί με τους αδελφούς του, καθόταν πάντα κοντά στον Δία. * * * (I) ο (AM ζῆλος, ὁ και ζῆλος, τό, Α… … Dictionary of Greek
κατάβρωση — η (AM κατάβρωσις) [καταβιβρώσκω] η καταβρόχθιση («καταβρώσει κατέφαγε τὸ ἀργύριον ἡμῶν», ΠΔ) … Dictionary of Greek
προσδανείζω — ΜΑ δανείζω κάποιον επί πλέον («ἀλλὰ καὶ ἕτερα προσδανεισάμενος κατέφαγε», Μηναί.) … Dictionary of Greek