-
1 Below
prep.Beneath: P. and V. ὑπό (gen., V. also dat.; see under), Ar. and P. ὑπένερθε (gen.), V. ἔνερθε(ν) (gen.), νέρθε(ν) (gen.), κάτω (gen.).Inferior to: use adj., P. and V. ἥσσων (gen.), ὕστερος (gen.).——————adv.P. and V. κάτω, V. ἔνερθ(ν), νέρθε(ν).From below: P. and V. κάτωθεν.A little below on the left hand you may perchance see a spring of water: V. βαιὸν δʼ ἔνερθεν εξ ἀριστερᾶς τάχ’ ἀν ἴδοις ποτὸν κρηναῖον (Soph., Ph. 20, 21).Those below, i.e., the dead: P. and V. οἱ κάτω, οἱ κάτωθεν, V. οἱ ἔνερθε, οἱ ἐνέρτεροι, οἱ νέρτεροι, οἱ κατὰ χθονός.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Below
См. также в других словарях:
Ελ Σαλβαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ελ Σαλβαδόρ Έκταση: 21.041 τ. χλμ Πληθυσμός: 6.178.700 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Σαν Σαλβαδόρ (504.000 κάτ. το 2003)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γουατεμάλα και στα Α με την Ονδούρα, ενώ στα… … Dictionary of Greek
SANGUISUGA — Plinii aevô dici coepit, quae prius Hirudo vocabatur, de qua voce retro dictum. Hinc Plin. l. 8. c. 10. ubi de elephantis, Cruciatum in potu maximum sentiunt, haustâ hirudine, quam sanguisugam vulgo coeisse appellari adverto. Et l. 32. c. 10.… … Hofmann J. Lexicon universale
εξαρύω — ἐξαρύω (Α) [αρύω] 1. πιέζω, εκθλίβω, συνθλίβω 2. αντλώ από κάπου, βγάζω με άντληση («θεῑον ποτὸν ἐξαρύων», Ορφ.) 3. αποστερώ τελείως, αποξηραίνω 4. (κατά τον Ησύχ.) «ἐξαρ(υ)όμεναι ἐξ ἀγκῶνος φλεβοτομούμεναι» … Dictionary of Greek
ισοδύναμος — η, ο (ΑΜ ἰσοδύναμος, ον) 1. ο ίσος με άλλον κατά τη δύναμη, την ισχύ ή την ενέργεια άσχετα με τις μεταξύ τους διαφορές (α. «τα δύο κόμματα υπολογίζονται ισοδύναμα» β. «ισοδύναμες τροφές» λέγεται για θρεπτικές ουσίες που, σε διαφορετικό βάρος,… … Dictionary of Greek
προσφέρω — ΝΜΑ, και προσφέρνω Ν, και δωρ. τ. ποτιφέρω Α [φέρω] 1. δίνω κάτι ευγενικά ως δώρο, δωρίζω, χαρίζω (α. «η εταιρεία τού προσέφερε για τις υπηρεσίες του ένα ταξίδι» β. «καὶ δῶρα... χρυσοῡ τε καὶ ἀργύρου προσεφέρετο», Θουκ.) 2. (σχετικά με έδεσμα ή… … Dictionary of Greek
πότος — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.), στην πρώην επαρχία Θάσου, του νομού Καβάλας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θεολόγου. * * * ο, ΝΑ 1. πολλή μεγάλη κατανάλωση ποτών 2. οινοποσία, φαγοπότι, γλέντι (α. «τραγούδια τού πότου» β. «πορευομένους ἐν… … Dictionary of Greek
τρέπω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράπω Α 1. κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί, να αλλάξει κατεύθυνση ή στάση (α. «οι κακές παρέες τόν έτρεψαν στο κακό» β. «πρὸς εὐφροσύναν τρέψαι... ἦτορ», Πίνδ. γ. «τήνδε... τὴν ὁδὸν ἀναγκαιοτάτην ἡμῑν εἶναι τρέπεσθαι», Πλάτ.) 2.… … Dictionary of Greek