Перевод: с немецкого на все языки
κατά-νευρος
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
λεπτόνευρος — λεπτόνευρος, ον (Α) αυτός που έχει λεπτά νεύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτο * + νευρος (< νεῦρον), πρβλ. ά νευρος, κατά νευρος] … Dictionary of Greek
νεύρο — το (ΑΜ νεῡρον) 1. συν. στον πληθ. τα νεύρα βιολ. όργανα υπό μορφή υπόλευκης ταινίας ή νήματος τα οποία μεταφέρουν τις αισθητικές και κινητικές διεγέρσεις μεταξύ εγκεφάλου και νωτιαίου μυελού αφ ενός και τών διαφόρων οργάνων, αφ ετέρου, και πρός… … Dictionary of Greek