-
1 κασκέτο
[каскэто] ουσ. о. кепка, фуражка.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κασκέτο
-
2 кепка
-
3 фуражка
-
4 картуз
картузм1. (головной убор) ἡ τραγιάσκα, τό κασκέτο·2. (зарядный) воен. ἡ πυριτοθήκη. -
5 кепка
кепкаж разг τό κασκέτο. -
6 лезть
лезтьнесов1. (наверх) σκαρφαλώνω, ἀναρριχιέμαι:\лезть на Λέρεβο σκαρφαλώνω στό δένδρο· \лезть на гору ἀνεβαίνω στό βουνό·2. (входить) εἰσέρχομαι, μπαίνω / είσδύω, είσχωρῶ (проникать)! διολισθαίνω, γλιστρώ, χώνομαι (в узкое место):\лезть в воду μπαίνω στό νερό·3. (вмешиваться во что-л.) разг χώνομαι, ἀνακατεύομαι, ἀνακατώνομαι:\лезть не в свое дело χώνω τήν μύτη μου ἐκεῖ πού δέν πρέπει·4. (о волосах, мехе и т. п.) πέφτω, πίπτω:полосы лезут πέφτουν τά μαλλιά μου·5. (быть впору, подходить по размерим) разг μπαίνω, χωράω:фуражка не лезе-ι ему на голову τό κασκέτο δέν τοϋ χωράει στό κεφάλι· ◊ \лезть из кожи вон κάνω τό πᾶν, καταβάλλω μεγάλες προσπάθειες, βάζω ὅλα μου τά δυνατά· \лезть на рожо́н διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω· он в карман за словом не лезет ἔχει τήν ἀπάντηση ἐτοιμη· \лезть в голову μοθ μπαίνει στό κεφάλι. -
7 кепка
[κιέπκα] ουσ. θ. κασκέτο -
8 кепка
[κιέπκα] ουσ. θ. κασκέτο -
9 фуражка
[*][φουράσκα][\*] ουσ. θ. κασκέτο -
10 фуражка
[φουράσκα] ουσ. θ. κασκέτο -
11 кепка
[κιέπκα] ουσ θ κασκέτο -
12 кепка
[κιέπκα] ουσ θ κασκέτο -
13 фуражка
[*][φουράσκα][\*] ουσ θ κασκέτο -
14 фуражка
[φουράσκα] ουσ θ κασκέτο -
15 каскетка
-и θ.κασκέτο, καπέλο.
См. также в других словарях:
κασκέτο — το (λ. ιταλ.), πηλήκιο, χαμηλό κάλυμμα της κεφαλής με γείσο: Τον περισσότερο καιρό φορά το κασκέτο του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κασκέτο — το 1. κάλυμμα τού κεφαλιού με γείσο που χρησιμοποιείται ιδίως από τους ναυτικούς 2. στρατιωτικό πηλήκιο 3. μαθητικό πηλήκιο 4. κάθε άκομψο καπέλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. casc etto] … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
τραγιάσκα — η, Ν είδος καπέλου με γείσο, κασκέτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρουμ. φρ. trăiască Grecia «ζήτω η Ελλάδα», που φώναζαν Ρουμάνοι εκδρομείς στην Αθήνα επευφημώντας την ελληνική ομάδα σε ποδοσφαιρική συνάντηση και πετώντας τους σκούφους τους στον αέρα, η οποία… … Dictionary of Greek