-
1 καρφώνω
μετ.1) прибивать, вбивать, забивать гвозди; 2) вонзать, втыкать; 3) перен. пригвождать к позорному столбу, позорить; 4) перен. выдавать (кого-л.); доносить (на кого-л.); стучать (на кого-л.) (прост.);§ καρφώνω τα μάτια μου — пристально смотреть, впиваться глазами;
μου καρφώθηκε η ιδέα у меня засела мысль;-ομαι 1) вклиниваться, вдаваться (клином); врезаться; 2) застывать на месте, быть пригвождённым; 3) запечатлеваться -
2 καρφώνω
[карфоно] ρ вбивать, забивать гвозди. -
3 καρφώνω
1) ancrer2) braquer3) cafarder4) clouer -
4 καρφώνω
przykuwać czas. -
5 καρφώνω
upevnit -
6 καρφώνω
rivetΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > καρφώνω
-
7 βλέμμα
το взгляд, взор;άγριο (γλυκύ) βλέμμα — суровый (ласковый) взгляд;
οξύ βλέμμα — острый взгляд;
επίμονο ( — или σταθερό, προσηλωμένο) βλέμμα — пристальный взгляд;
πλάγιο βλέμμα — косой взгляд;
ρίχνω ενα βλέμμα — бросить взгляд, взглянуть;
προσηλώνω το βλέμμα μου — вперить взор, пристально посмотреть;
ατενίζω ( — или καρφώνω) το βλέμμα — устремить взгляд;
αγκαλιάζω με το βλέμμα — окинуть взором
-
8 μάτι
τό1) глаз, око;τα κομμένα μάτια — запавшие глаза;
μισοκλείνω τα μάτια — щуриться;
χαμηλώνω τα μάτια — опустить глаза, потупиться;
2) глаза, зрение;έχω καλό ( — или δυνατό) μάτι — иметь хорошее, острое зрение;
3) взгляд, взор;4) дурной глаз;έχω κακό μάτι — иметь дурной глаз;
τό μάτι μη σε πιάσει — чтоб тебя не сглазили;
5) бот. глазок, почка;6) конфорка (кухонной плиты); 7) петля (в вязаных, плетёных вещах);§ μάτι νερού — ключ, родник;
αυγά μάτια — яичница-глазунья;
μάτι της θάλασσας — водоворот;
(на море);μάτι της εταζέρας — отделение этажерки;
ρίχνω στάχτη στα μάτια — пускать пыль в глаза;
καρφώνω τα μάτια — вперить взгляд (в кого-л., во что-л.); — уставиться (разг), пялить глаза (прост.) (на кого-л.);
παίρνω τα μάτια μου (καί φεύγω) — уходить без оглядки;
χτυπώ στο μάτι — а) бросаться в глаза1; — б) привлекать внимание;
αδτή μοβ χτύπησε στο μάτι — она мне приглянулась, понравилась;
κάνω ( — или κλείνω, πατώ) το μάτι σε κάποιον — подмигивать кому-л.;
κάνω τα γλυκά μάτια — строить глазки;
δεν πιστεύω στα μάτια μου — не верить своим глазам;
κλείνω ( — или σφαλώ) τα μάτια μου — закрыть глаза, умереть;
δεν έχω κανένα να μού κλείσει τα μάτια — некому будет закрыть мне глаза (о полном одиночестве);
κλείνω τα μάτια — или κάνω στραβά μάτια — закрывать глаза (на что-л.);
ανοίγω κάποιου τα μάτι — открывать кому-л. глаза (на что-л.);
ανοίγω τα μάτι μου — а) открывать глаза, просыпаться; — б) перен. прозревать;
έχω τα μάτια μου (δεκα)τέσσερα — смотреть во все глаза;
τα μάτια σου τέσσερα ( — или δεκατέσσερα)! — смотри в оба!;
δεν έχω μάτια να τον δώ — я его видеть не могу;
τον έχω ( — или τον έβαλα) στο μάτι — он у меня на примете;
τον πήρε το μάτι μου — я его заметил;
τον πήρα (με) καλό (κακό) μάτι — он мне понравился (не понравился) с первого взгляда;
την έβαλα στο μάτι — я положил на неё глаз, она будет моей;
βγάζω τα μάτια μου μοναχός μου — я сам себя наказал;
παίρνω κάτι μπροστά απ' τα μάτια κάποιου — взять что-л, из-под носа у кого-л.;
δείχνω ( — или βάζω) κάη μπροστά στα μάτια κάποιου — ткнуть носом кого-л. во что-л.;
δεν ξεκολλώ τα μάτια μου από κάποιον — не спускать глаз с кого-л.;
φυλάγω σαν τα μάτια μου — беречь как зеницу ока;
τό παιδί και τα μάτια σου — не спускай с ребёнка глаз, смотри за ним как следует;
τρώγω κάποιον με τα μάτια μου — пожирать кого-л. глазами;
δεν σηκώνω τα μάτια μου από κάποιον — не сводить глаз с кого-л.;
δεν χορταίνει το μάτι μου — или έχω μάτι ανεχόρταγο — быть ненасытным, алчным;
όσο παίρνει το μάτι — насколько хватает глаз, огромный (о пространстве);
δεν μού γεμίζει το μάτι — а) не стоит этих денег; — б) мне кажется, что эτο — не так красиво (ценно, интересном т. п.);
τον έχει σαν τα μάτια του — он ему дороже собственных очей;
μαύρισε το μάτι μου από την πείνα — у меня потемнело в глазах от голода;
με πιάνει το μάτι — меня легко сглазить;
παίζει ( — или πετάει — или ξεπετά) το μάτι μου — у меня глаз дёргается (ток. примета — к встрече с кем-л.);
δεν έχεις μάτια;
ты что, слепой?;θα σού φάω το μάτι — я тебе отомщу;
μάτι με μάτι — с глпзу на глаз;
με τα μάτια μου — своими глазами;
με το μάτι — на глаз, на глазок;
με γυμνό μάτι — невооружённым глазом;
γιά τα (μαύρα) μάτια — или. γιά τα μάτια (τού κόσμου) — для вида, для отвода глаз;
γιά τα ωραία μάτια — роди прекрасных глаз;
γιά τα μαύρα σου τα μάτια ирон. — ради твоих прекрасных глаз;
με κλειστά (τα) μάτια — безрассудно, слепо; — не глядя; — с закрытыми глазами, не размышляя;
μέσα ( — или μπροστά) στα μάτια μας — на наших глазах;
(σού ορκίζομαι) στα μάτια μου — клянусь тебе жизнью!;
μέσ'τά μάτια — в в глаза;
να μη σε ιδούν τα μάτια μου! — уходи с глаз долой!;
να μη σε ξαναδούν τα μάτια μου — не попадайся мне больше на глаза;
να μού βγούνε ( — или χυθούν) τα μάτια! — пусть лопнут мой глаза!;
να μη χαρώ τα μάτια μου! — пусть я ослепну!, чтоб мне света белого не видеть! (в клятвах);
μάτιа μου! — любовь моя1, мой дорогой!, свет очей моих!;
τό γινάτι βγάζει μάτι — погов. ≈ — упрямство до добра не доведёт;
η
πραμάτεια θέλει μάτια — посл. ≈ — товар показ любит;τα μάτια πού δεν βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται — погов, ≈ — с глаз долой — из сердца вон;
φάτε μάτια ψάρια και η κοιλιά περίδρομο — погов. хоть видит око, да зуб неймёт
См. также в других словарях:
καρφώνω — καρφώνω, κάρφωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καρφώνω — [καρφί] 1. στερεώνω κάτι μπήγοντας καρφιά («καρφώνω τα σανίδια») 2. μπήγω σε κάποιο σώμα καρφί, μαχαίρι ή άλλο αιχμηρό αντικείμενο (α. «κάρφωσε στον τοίχο το καρφί» β. «τόν κάρφωσε με το μαχαίρι») 3. καταδίδω, προδίδω («μην τού εμπιστευθείς… … Dictionary of Greek
καρφώνω — κάρφωσα, καρφώθηκα, καρφωμένος 1. χώνω καρφιά σε ξύλο ή κάποιο σώμα, καθηλώνω: Ο Χριστός καρφώθηκε πάνω στο σταυρό από τους εβραίους. 2. χτυπώ κάποιον με μαχαίρι: Τον κάρφωσε στην πλάτη. 3. καταδίδω: Τον κάρφωσε στην αστυνομία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσηλώνω — προσηλῶ, όω, ΝΜΑ 1. στερεώνω με καρφιά, καρφώνω (α. «ἥλοις προσηλώθη ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας», Ακολ. Μεγ. Παρασκ. β. «Καυκάσῳ προσηλωμένος», Λουκ. γ. «τῷ τροχῷ προσηλῶσαι», Ευρ.) 2. μτφ. (σχετικά με το βλέμμα ή την προσοχή) κατευθύνω σταθερά και… … Dictionary of Greek
καθηλώνω — (AM καθηλῶ, όω, Α και κατηλῶ) 1. στερεώνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο με καρφιά, καρφώνω κάτι πάνω σε άλλο («κλῑμαξ σανίσι καθηλωμένη», Πλούτ.) 2. μτφ. κρατώ κάποιον ή κάτι ακίνητο στη θέση του ή σε μία κατεύθυνση (α. «ο στρατός καθήλωσε τον αντίπαλο… … Dictionary of Greek
καρφώ — καρφῶ, όω (AM καρφώνω [κάρφος] μσν. 1. καρφώνω* 2. μέσ. πιάνομαι, συλλαμβάνομαι κάπου αρχ. κάρφω* … Dictionary of Greek
καταγομφώ — καταγομφῶ, όω (Α) καρφώνω στερεά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γομφῶ «καρφώνω»] … Dictionary of Greek
καταπασσαλεύω — (AM, Α αττ. τ. καταπατταλεύω) κάνω μάγια καρφώνοντας πασσάλους, καρφώνω για μαγικούς σκοπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πασσαλεύω «καρφώνω με πασσάλους»] … Dictionary of Greek
πηγνύω — ΝΜΑ, και πήγνυμι ΜΑ 1. εμπηγνύω, μπήγω 2. συναρμόζω, συναρμολογώ 3. μεταβάλλω ρευστό σε στερεό (α. «ο ψυχρός αέρας πηγνύει τη λάβα στις κλιτύς τού ηφαιστείου» β. «κρύσταλλος πέπηγεν», Θουκ.) 4. (σχετικά με γάλα ή τυρί) πήζω μσν. αρχ. 1. καρφώνω,… … Dictionary of Greek
προσγομφώ — όω, Α καρφώνω, στερεώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + γομφῶ «καρφώνω»] … Dictionary of Greek
προσπήγνυμι — ΜΑ καρφώνω στον σταυρό, σταυρώνω («τοῡτον... διὰ χειρῶν ἀνόμων προσπήξαντες ἀνείλετε», ΚΔ) αρχ. στερεώνω, μπήγω κάτι πάνω σε κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + πήγνυμι «καρφώνω, στερεώνω»] … Dictionary of Greek