-
1 καρφίτσα
[карфица] ουσ. Θ. булавка брошкаΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καρφίτσα
-
2 брошка
-
3 булавка
-
4 булавка
-и θ.καρφίτσα ασφάλειας, παραμάνα. || κοσμητική καρφίτσα.εκφρ.деньги на -и – τα ψιλά, το χαρτζιλίκι. -
5 булавка
η καρφίτσα, (английская) η παραμάνα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > булавка
-
6 брошка
брошка, брошьж ἡ καρφίτσα, ἡ πόρπη. -
7 брошь
брошка, брошьж ἡ καρφίτσα, ἡ πόρπη. -
8 булавка
була́в||каж ἡ καρφίτσα, ἡ καρφοβε-λόνα:английская \булавка ἡ παραμάνα. -
9 закалывать
закалыватьнесов1. σουβλίζω, σφάζω / μαχαιρώνω (кинжалом):\закалывать скот σφάζω τά ζῶα·2. (скреплять) καρφιτσωνω, πιάνω μέ καρφίτσα. -
10 невидимка
невиди́мк||а м, ж Ι.:человек\невидимка ὁ ἀόρατος ἀνθρωπος· сделаться \невидимкаой γίνομαι ἀόρατος·2. (тонкая шпилька) ἡ καρφίτσα, ἡ φουρκέττα· ◊ шапка\невидимка (в сказке) ὁ μαγικός σκοῦφος. -
11 откалывать
откалыватьнесов1. (отламывать) ἀποσπῶ, σπάζω/ σχίζω (щепку и т. п.):\откалывать кусок сахару σπάζω ἕνα κομμάτι· ζάχαρη·2. (брошь и т. п.) ξεκαρφιτσώ-νω, ξεκαρφώνω, βγάζω:\откалывать булавку βγάζω τήν καρφίτσα· ◊ \откалывать штуку разг σκαρώνω κάτι. -
12 прикалывать
прикалыватьнесов1. (булавками) καρφιτσώνω, στερεώνω, πιάνω μέ καρφίτσα·2. (прикончить) ἀποτελειώνω, σκοτώνω μέ τή λόγχη. -
13 шпилька
шпи́льк||аж (для волос) ἡ φουρκέττα, ἡ καρφίτσα μαλλιών ◊ подпускать \шпилькаи кому́-л. βάζω μπηχτή. -
14 брошь
[μπρόσ"] ουσ. θ. καρφίτσα -
15 булавка
[μπουλάφκα] ουσ. θ. καρφίτσα -
16 шпилька
[σπίλ'κα] ουσ. θ. καρφίτσα -
17 брошь
[μπρόσ"] ουσ θ καρφίτσα -
18 булавка
[μπουλάφκα] ουσ θ καρφίτσα -
19 шпилька
[σπίλ'κα] ουσ θ καρφίτσα -
20 брошка
κ. брошь -и θ.καρφίτσα (κόσμημα).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
καρφίτσα — η 1. μικρή μεταλλική βελόνη που χρησιμοποιείται για την πρόχειρη ένωση μερών υφασμάτων, φύλλων χαρτιού κ.ά.: Έχεις καμιά καρφίτσα να ενώσω τα φύλλα αυτά; 2. βελόνη από πολύτιμο μέταλλο για διακόσμηση και στερέωση της γραβάτας των αντρών: Τώρα δε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καρφίτσα — η 1. μικρή μεταλλική βελόνα που έχει αιχμηρό το ένα άκρο ενώ στο άλλο σχηματίζει κεφαλή και χρησιμοποιείται για πρόχειρη ένωση διαφόρων αντικειμένων, συνήθως κομματιών υφάσματος 2. γυναικείο κόσμημα που προσαρμόζεται στο ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
καρφιτσώνω — [καρφίτσα] συνδέω με καρφίτσα … Dictionary of Greek
καρφίτσωμα — το [καρφιτσώνω] η σύνδεση με καρφίτσα, η συρραφή με καρφίτσα … Dictionary of Greek
καρφιτσωτός — ή, ό ο συνδεδεμένος με καρφίτσα, ο καρφιτσωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρφίτσα + κατάλ. ωτός (πρβλ. γωνιω τός, μισθω τός)] … Dictionary of Greek
όρπη — η, ΝΜΑ 1. μετάλλινο, συνήθως, εξάρτημα και κόσμημα, συνδυασμένο με περόνη, που χρησιμεύει για σύνδεση τών δύο άκρων ιμάντα, ζώνης ή και ενδύματος, το θηλυκωτήρι, η καρφίτσα, η κόπιτσα, η αγκράφα 2. (στην αρχ.) κόσμημα με το οποίο οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek
γερμανικοί λαοί — Ινδοευρωπαϊκή εθνική ομάδα, στην οποία ανήκουν πολλές δεκάδες πληθυσμών, οι οποίοι αποσπάστηκαν κατά την εποχή του ορειχάλκου από τον αρχικό κορμό και εγκαταστάθηκαν στην Ευρώπη, από τον Ρήνο μέχρι τον Βιστούλα και τον Δούναβη. Τις πρώτες… … Dictionary of Greek
Karşılama — ( tr. karşılama, Greek:Καρσιλαμάς) is a Turkish dance of unsure origins found in the Balkans and Anatolia. It literally means face to face greeting . Karsilamas is a couple dance that is still danced in what was the former Byzantine and Ottoman… … Wikipedia
-ίτσα — υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής, η οποία πιθανόν να σχηματίστηκε αναλογικά προς την υποκορ. κατάλ. μσν. ουδ. σε ίτσιν ίκι(ο)ν, ουδ. τής ίκιος, με τσιτακισμό (δηλ. τροπή τού κ σε τσ προ φωνήεντος ι , όπως αστρ ίκιν, αστρ ίτσιν). Για τις… … Dictionary of Greek
αγκράφα — η διακοσμητική καρφίτσα που συνδέει τα δύο άκρα ζώνης ή στολίζει υποδήματα και ενδύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. agrafe] … Dictionary of Greek
δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… … Dictionary of Greek