-
1 καρτερώτερον
καρτερόςstrong: adverbial compκαρτερόςstrong: masc acc comp sgκαρτερόςstrong: neut nom /voc /acc comp sg -
2 καρτερον
τό силаκατὰ τὸ κ. Her. — силой (оружия);
τὸ κ. Theocr. — изо всей силы;οὐ πρὸς τὸ κ., δόλῳ δέ Aesch. — не силой, а коварством;τόλμης τὸ κ. Eur. — верх решимости;τὸ καρτερώτερον τοῦ χωρίου Thuc. — более укрепленная часть страны
См. также в других словарях:
καρτερώτερον — καρτερός strong adverbial comp καρτερός strong masc acc comp sg καρτερός strong neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτερός — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 550 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πεδιάδος του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στη βόρεια ακτή του νομού, 7 χλμ. Α της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γουβών. Κοντά στον οικισμό … Dictionary of Greek