Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Английский
καρκῐν-ίας
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
κυκνίας — κυκνίας, ὁ (AM, Μ και κυκνέας) είδος αετού όμοιου στη λευκότητα με κύκνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύκν ος + κατάλ. ίας (πρβλ. καρκιν ίας, κοχλ ίας). Ο αετός ονομάστηκε έτσι λόγω τού λευκού χρώματός του] … Dictionary of Greek
σπερματίας — ὁ, ΝΜΑ καρπός που αφήνεται να ωριμάσει πάνω στο φυτό για να κρατηθούν, για σπορά, οι σπόροι του, αλλ. σπορίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα, ατος + κατάλ. ίας (πρβλ. καρκιν ίας)] … Dictionary of Greek