-
1 καρδιακός
[кардиакос] εκ. сердечный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καρδιακός
-
2 καρδιακός
[кардиакос] ουσ. а. больной сердцемΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καρδιακός
-
3 сердечный
сердечн||ыйпр-ил.1. (относящийся к сердцу, тж. анат.) καρδιακός:\сердечныйая болезнь τό καρδιακό νόσημα· \сердечныйый припадок ἡ καρδιακή κρίση, ὁ καρδιακός παροξυσμός· \сердечныйая мклшца τό μυοκάρδιον \сердечныйый больной ὁ καρδιακός, ὁ καρδιοπαθής·2. (искренний) ἐγκάρδιος, ἐπιστήθιος, εἰλικρινής:\сердечныйый друг καρδιακός φίλος, ἐπιστήθιος φίλος· \сердечныйое поздравление τό ἐγκάρδιο συγχαρητήριο. -
4 сердечный
сердечный Ί) καρδιακός* \сердечный приступ η καρδιακή κρίση* \сердечныйая недостаточность η καρδιακή ανεπάρκεια 2) (задушевный) εγκάρδιος, θερμός* * *1) καρδιακόςсерде́чный при́ступ — η καρδιακή κρίση
серде́чная недоста́точность — η καρδιακή ανεπάρκεια
2) ( задушевный) εγκάρδιος, θερμός -
5 пейсмейкер
(водитель ритма) мед. о (καρδιακός) βηματοδότης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пейсмейкер
-
6 цикл
ο κύκλ/ος, το κύκλωμαвключать оборудование в замкнутый - συνδέω τον εξοπλισμό σε κλειστό - о выходить из - а βγαίνω από τον - οорнитиновый хим. - της ορνιθίνηςпредельный - эл. οριακός -сердечный - мед. καρδιακός -- του OttoРусско-греческий словарь научных и технических терминов > цикл
-
7 сердечный
[σιρντιέτσνυϊ] εκ. καρδιακός -
8 сердечный
[σιρντιέτσνυϊ] επ καρδιακός -
9 сердечник
-а α.1. πυρήνας, το εσωτερικό-- пули το εσωτερικό της σφαίρας (βολίδας).2. πυρήνας ηλεκτρομαγνητικός.-а α.1. καρδιοπαθής, καρδιακός.2. γιατρός καρδιολόγος. -
10 сердечный
επ.1. καρδιακός, της καρδιάς•-припадок καρδιακή κρίση•
-ые болезни καρδιακά νοσήματα, καρδιακές παθήσεις•
-ая мышца το μυοκάρδιο•
сердечный невроз καρδιοσκλήρωση.
|| της καρδιάς, για την καρδιά•-ые лекарства φάρμακα για την καρδιά..
2. εγκάρδιος, θερμός, γκαρδιακός, επιστήθιος• καρδιοστάλαχτος•-ые поздравления εγκάρδια συγχαρητήρια•
друг φίλος γκαρδιακός ή επιστήθιος•
сердечный разговор εγκάρδια συνομιλία.
|| ειλικρινής•-ая благодарность ειλικρινής ευγνωμοσύνη•
характер ειλικρινής χαρακτήρας•
сердечный человек ανοιχτόκαρδος άνθρωπος.
3. ουσ. сердечный κ. серде-шный α., -чная κ. -шная θ. δυστυχής, κακόμοιρος, -η καψαρός, -ή• φουκαράς, -ιάρα.
См. также в других словарях:
καρδιακός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδιακός — ή, ό (AM καρδιακός, ή, όν) [καρδία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καρδιά ή που σχετίζεται με την καρδιά («καρδιακό νόσημα») νεοελλ. 1. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από καρδιακό νόσημα 2. το θηλ. ως ουσ. η καρδιακή βοτ. γένος φυτών τής… … Dictionary of Greek
καρδιακός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καρδιά: Πάσχει από καρδιακό νόσημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καρδιακά — καρδιακός of neut nom/voc/acc pl καρδιακά̱ , καρδιακός of fem nom/voc/acc dual καρδιακά̱ , καρδιακός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδιακῶν — καρδιακός of fem gen pl καρδιακός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδιακόν — καρδιακός of masc acc sg καρδιακός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδιακαῖς — καρδιακός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδιακαί — καρδιακός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδιακοῖς — καρδιακός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδιακοί — καρδιακός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδιακοῦ — καρδιακός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)