Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

καρέκλα

  • 1 καρέκλα

    [карэкла] ουσ. Θ. стул,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καρέκλα

  • 2 стул

    α. πλθ. стулья, -ьев α.
    1. κάθισμα, εδώλιο• καρέκλα•

    складной стул πτυσσόμενο κάθισμα•

    подать стул προσφέρω κάθισμα•

    соломенный стул ψάθινη καρέκλα.

    || θέση, θώκος•

    министерский стул υπουργική θέση, υπουργικός θώκος.

    2. υποστάτης, υποστήριγμα (οργάνου, συσκευής κ.τ.τ.).
    3. μόνο ενκ. (ιατρ.) άφοδος.
    εκφρ.
    электрический стул – ηλεκτρική καρέκλα•
    сидеть между двух -ьев – συμμερίζομαι δυο διάφορες απόψεις.

    Большой русско-греческий словарь > стул

  • 3 стул

    стул
    м
    1. ἡ καρέκλα, τό κάθισμα:
    мягкий \стул τό μαλακό κάθισμα· соломенный \стул ἡ ψάθινη καρέκλα· складной \стул τό πτυκτό κάθισμα, ὁ ὀκλαδίας·
    2. мед. ἡ κένωσις· ◊ сидеть между двух \стульев κάθομαι ἀνάμεσα σέ δυό καθίσματα.

    Русско-новогреческий словарь > стул

  • 4 стул

    1. (род мебели) η καρέκλα, το κάθισμα 2. мед. η κένωση, τα κόπρανα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стул

  • 5 стул

    м
    το κάθισμα, η καρέκλα

    Русско-греческий словарь > стул

  • 6 венский

    венский
    прил βιεννέζικος:
    \венский стул ἡ πλεχτή ψάθινη καρέκλα

    Русско-новогреческий словарь > венский

  • 7 неловко

    нело́в||ко
    1. нареч (неуклюже) ἀδέξια·
    2. предик безл (неудобно) ἄβολα:
    мне \неловкоко сидеть на э́том стуле μοῦ εἶναι ἀβολο νά κάθομαι σ' αὐτή τήν καρέκλα·
    3. предик безл (неприятно, совестно):
    мне \неловкоко βρίσκομαι σέ ἀμηχανία· мие \неловкоко говорить об этом δυσκολεύομαι νά μιλήσω γι ' αὐτό.

    Русско-новогреческий словарь > неловко

  • 8 перевертывать

    перевертывать
    несов ἀναποδογυρίζω:
    \перевертывать страницу γυρίζω τή σελίδα· \перевертывать стул ἀναποδογυρίζω τήν καρέκλα· \перевертывать вверх дном κάνω ἄνω κάτω, ἀναποδογυρίζω· \перевертываться ἀναποδογυρίζομαι.

    Русско-новогреческий словарь > перевертывать

  • 9 присаживаться

    присаживаться
    несов κάθομαι, καθίζω (γιά λίγο):
    \присаживаться на стул κάθομαι στήν καρέκλα· присаживайтесь! καθίστε!

    Русско-новогреческий словарь > присаживаться

  • 10 с

    с
    предлог А с род. п.
    1. (при обозначении предмета, орудия, способа, приема, с помощью которого совершается действие) ἀπό, μέ:
    кормить с ло́жечки ταίζω μέ τό κουταλάκι· пить с блюдечка πίνω ἀπό τό πιατάκι· убить с первого выстрела σκοτώνω μέ τόν πρῶτο πυροβολισμό· узнать с первого взгляда ἀναγνωρίζω μέ τήν πρώτη ματιά· взять с бою κυριεύω μέ μάχη· продавать с аукциона βγάζω σέ πλειστηριασμό· с разбега μέ φόρα, μετά φοράς·
    2. (откуда-л, \с при удалении, отделении) ἀπό:
    встать со стула σηκώνομαι ἀπό τήν καρέκλα· уволить с работы διώχνω ἀπό τή δουλειά· свергнуть с престола ρίχνω ἀπό τό θρόνο, ἐκθρονίζω·
    3. (на основании чего-л.) μέ:
    с разрешения μέ τήν ἄδεια· с его́ ведома ἐν γνώσει του·
    4. (от кого-л.) ἀπό, ἐκ:
    получить деньги с заказчика εἰσπράττω χρήματα ἀπό τόν πελάτη· с миру по нитке\сголому рубашка посл. φασούλι τό φασούλι, γεμίζει τό σακκούλι· с него́ причитается... ἀπ' αὐτόν ἔχουμε νά παίρνουμε...
    5. (при обозначении исходного пункта) ἀπό:
    с сегодняшнего дня ἀπό σήμερα· с завтрашнего дня ἀπό αὐριο· с детства ἀπό τά παιδικά χρόνια. с тех пор ἀπό τότε· рыба гниет с головы погов. τό ψάρι βρωμά ἀπ' τό κεφάλι·
    6. (по причине) ἀπό:
    с досады ἀπό τό κακό μου, ἀπό τή φούρκα μου· сгорать со стыда κατακοκκινίζω ἀπό τή ντροπή μου· устать с дороги κουράζομαι ἀπό τό ταξίδι·
    7. (при обозначении предмета, являющегося оригиналом, образцом) ἀπό, ἐκ:
    писать портрет с кого-л. ζωγραφίζω τό πορτραίτο κάποιου· перевод с греческого μετάφραση ἀπό τά ἐλληνικά· В с твор. п.
    1. μέ, μαζί μέ, μετά:
    говорить с сестрой μιλώ μέ τήν ἀδελφή (μου)· обедать с товарищем τρώγω μαζί μέ τόν φίλο μου·
    2. (в смысле союза «и») και:
    я с товарищем ἐγώ καί ὁ φίλος μου·
    3. (для выражения особенности, качества) μέ:
    дом с зеленой крышей σπίτι μέ πράσινη στέγη· писатель с большим талантом συγγραφέας μέ μεγάλο ταλέντο·
    4. (быть с чем-л., иметь что-л.) μέ, μετά:
    с цветами в руках μέ λουλούδια στά χέρια·
    5. (против) κατά, ἐναντίον:
    6. (при сравнении) μέ:
    его нельзя сравнить с тобой αὐτόν δέν μπορείς νά τόν συγκρίνεις μ' ἐσένα·
    7. (при обозначении образа действия, цели, сопровождающего действия, состояния) μέ:
    с плачем μέ κλάματα· проснуться с головной болью ξυπνώ μέ πονοκέφαλο· читать с выражением ἀπαγγέλλω μέ ἐκφραση· одеваться со вкусом ντύνομαι μέ γούστο· ждать с нетерпением περιμένω μέ ἀνυπομονησία·
    8. (при обозначении начала действия или состояния):
    выехать с рассветом ἀναχωρώ τά ξημερώματα· с заходом солнца ὀταν δύει ὁ ήλιος, τό ἡλιοβασίλεμα· с отъездом гостей ὀταν ἐφυγαν οἱ ξένοι· поумнеть с возрастом βάζω μυαλό μεγαλώνοντας· с каждым часом ὠρα μέ τήν ὠρα·
    9. (при обозначении в пространстве) μέ:
    граница с Румынией τά σύνορα μέ τή Ρουμανία· сидеть рядом с сестрой κάθομαι δίπλα στήν ἀδερφή μου· с рвением μέ ζήλο· с помощью μέ τή βοήθεια (или τή βοήθεια)· с целью μέ σκοπό· С с вин. п. (приблизительно) περίπου, σχεδόν:
    с месяц назад πριν ἕνα μήνα περίπου· величиной с грецкий орех περίπου σάν καρύδι μεγάλο· <> с ним случилось несчастье ἐπαθε (или τοϋ συνέβη) δυστύχημα· хватит с тебя σοῦ φτάνει τόσό с головы до ног ἀπό τήν κορυφή ὡς τά νύχια· с начала до конца ἀπ' τήν ἀρχή ὡς τό τέλος· с самого начала ἀπ' τήν ἀρχή· с изнанки ἀπό τήν ἀνάποδη· уйти ни с чем φεύγω ἀπρακτος, φεύγω μέ ἀδεια χέρια· с минуты на минуту ὀπου ναναι, ἀπό στιγμή σέ στιγμή· с этой точки зрения ἀπ' αὐτή τήν ἀποψη· что с вами? τι 'έχετε;, τί πάθατε;

    Русско-новогреческий словарь > с

  • 11 складной

    складной
    прил πτυκτός, διπλωτός, δι-πλωνόμενος:
    \складной стул ὁ σκίμπους, ἡ καρέκλα πού διπλώνει.

    Русско-новогреческий словарь > складной

  • 12 становиться

    стан||овиться
    несов
    1. (вставать, занимать место) στέκομαι:
    \становиться на колени γονατίζω, γονυπετῶ· \становиться на стул ἀνεβαίνω στήν καρέκλα· \становиться в по́зу κάνω τόν...· \становиться на чыо-л. сторону перен παίρνω τό μέρος κάποιου·
    2. (располагаться):
    \становиться на якорь ἀγκυροβολώ· \становиться лагерем στρατο· πεδεύω·
    3. (делаться) γίνομαι:
    \становиться врачом γίνομαι γιατρός· ему́ \становитьсяо́вится лучше ἀρχίζει νά αἰσθάνεται καλλίτερα, καλλι-τερεύει ἡ κατάσταση του· \становитьсяо́вится темно ἀρχίζει νά σκοτεινιάζει· ◊ \становиться дь'.-бом ἀφηνιάζω (о лошади)! ἀνατριχιάζω, σηκώνομαι ὀρθιος (о волосах)· \становиться у власти ἀνεβαίνω στήν ἐξουσία.

    Русско-новогреческий словарь > становиться

  • 13 стул

    [στούλ/] ουσ. α. καρέκλα

    Русско-греческий новый словарь > стул

  • 14 стул

    [στούλ] ουσ α καρέκλα

    Русско-эллинский словарь > стул

См. также в других словарях:

  • καρέκλα — και καθέκλα και καδέγλα και καδέκλα, η το συνηθισμένο κάθισμα με στήριγμα για την πλάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. charegla που αποτελεί παραφθορά τού αρχ. βεν. cadegla < cadegra < λατ. cathedra < αρχ. ελλ. καθέδρα. Από τον τ. cadegla προέκυψε …   Dictionary of Greek

  • καρέκλα — η (λ. ενετ.), είδος καθίσματος: Καθίσαμε όλοι στις καρέκλες μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καδέγλα — και καδέκλα, ἡ (Μ) καρέκλα, κάθισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καρέκλα] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • ντοκιμαντέρ — Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από την κινηματογραφική κριτική ως επίθετο. Τον δημιούργησε ο Τζον Γκρίρσον, ο οποίος, το 1926, στην κριτική του για την ταινία Μοάνα του Ρόμπερτ Φλάερτι, που δημοσίευσε στην εφημερίδα Sun της Νέας Υόρκης,… …   Dictionary of Greek

  • Meshterski — South Slavic languages and dialects Western South Slavic Slo …   Wikipedia

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • έδρα — η (AM ἕδρα Α και ἕδρη) 1. τόπος διαμονής, οίκημα 2. ο τόπος όπου λειτουργούν μόνιμα οι ανώτερες αρχές ή υπάρχει το κεντρικό κατάστημα («έδρα κοινότητας») 3. ιατρ. το μέρος όπου τοποθετείται πάθος ή φυσιολογική ενέργεια («έδρα τών αντανακλαστικών… …   Dictionary of Greek

  • ακαρέκλιαστος — (για κληρικό) εκείνος που δεν θάβεται καθιστός σε καρέκλα, αλλά ξαπλωμένος σε φέρετρο, όπως οι λαϊκοί …   Dictionary of Greek

  • αντίληψη — Η λειτουργία που επιτρέπει στον άνθρωπο και στα πιο εξελιγμένα ζώα να διαλέγουν και να τοποθετούν μέσα σε λογικά σύνολα τις πληροφορίες που δέχονται από τα αισθητήρια όργανα. Έτσι, αν και κατά κανόνα οι α. πηγάζουν από αισθητηριακές διαδικασίες,… …   Dictionary of Greek

  • ασκούπιστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει σκουπιστεί με τη σκούπα, ο ασάρωτος 2. εκείνος που δεν έχει καθαριστεί από τη σκόνη, ο αξεσκόνιστος («καρέκλα ασκούπιστη») 3. όποιος δεν έχει σκουπιστεί με πετσέτα («ασκούπιστα χέρια») …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»