-
1 καπαρώνω
[капароно] р. давать задатокΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καπαρώνω
-
2 перекупать
перекупатьнесов, перекупить сов разг1. (для перепродажи) ἀγοράζω γιά μεταπώληση·2. (перебить у кого-л. покупку) καπαρώνω κάτι. -
3 задаток
-тка α.1. καπάρος, προκαταβολή•дать задаток καπαρώνω, δίνω καπάρο.
2. πλθ. -тки κλίση, ροπή, φυσικές ικανότητες.
См. также в других словарях:
καπαρώνω — [καπάρο] εξασφαλίζω την αγορά ή μίσθωση ενός πράγματος ή την παροχή υπηρεσιών με προκαταβολή … Dictionary of Greek
καπαρώνω — καπάρωσα, καπαρώθηκα, καπαρωμένος, δίνω καπάρο και εξασφαλίζω την αγορά ή τη μίσθωση κάποιου πράγματος: Την καπάρωσε τη βίλα για όλη τη θερινή περίοδο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγκαζάρω — 1. δεσμεύω κάποιον με πρόσκληση, την οποία αποδέχτηκε, ή αποσπώντας εκ τών προτέρων την υπόσχεση του 2. αποκτώ δικαιώματα προτεραιότητας 3. προαγοράζω, καπαρώνω, εξασφαλίζω για τον εαυτό μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. engage (= δεσμευμένος) + παραγ.… … Dictionary of Greek
ακαπάρωτος — η, ο [καπαρώνω] αυτός για τον οποίο δεν έχει δοθεί ως εγγύηση καπάρο, δηλ. προκαταβολή, αρραβώνας … Dictionary of Greek
καπάρωμα — το [καπαρώνω] 1. η δόση προκαταβολής 2. η εξασφάλιση αγοράς ή μίσθωσης με προκαταβολή … Dictionary of Greek
κλείνω — (AM κλείω, Μ και κλείνω, Α ιων. τ. κληΐω, παλ. αττ. τ. κλῄω, δωρ. τ. κλάῳ και κλᾴζω) 1. (μτβ. και αμτβ.) δημιουργώ φραγμό για να εμποδίσω την είσοδο ή την έξοδο, κάνω κάτι να παύσει να είναι ανοιχτό, κλείνω, κλειδώνω, σφαλώ (α. «κλείνω το… … Dictionary of Greek