Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κανόνι

  • 1 κανόνι

    [канони] ουσ. о. пушка,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κανόνι

  • 2 пушка

    пу́ш||ка
    ж τό πυροβόλο[ν], τό κανόνι, τό τηλεβόλο[ν]:
    дальнобойная \пушка τό τηλεβόλο, τό κανόνι μεγάλου βελη-νεκοῦς' самоходная \пушка τό μηχανοκίνητο τηλεβόλο· стрелять из \пушкаек κανονιοβολώ, βάζω (ρίχνω) μέ τό κανόνι· ◊ взять на \пушкаку разг πιάνω κάποιον ко ρόιδο, παίρνω κάτι τζάμπα.

    Русско-новогреческий словарь > пушка

  • 3 орудие

    орудие с 1) το εργαλείο·\орудиея производства τα εργαλεία παραγωγής 2) воен. τ ο πυροβόλο, το κανόνι
    * * *
    с
    1) το εργαλείο

    ору́дия произво́дства — τα εργαλεία παραγωγής

    2) воен. το πυροβόλο,το κανόνι

    Русско-греческий словарь > орудие

  • 4 пушка

    пушка ж το κανόνι
    * * *
    ж
    το κανόνι

    Русско-греческий словарь > пушка

  • 5 орудие

    ору́д||ие
    с
    1. τό ἐργαλείο[ν], τό σύνεργο:
    сельскохозяйственные \орудиеия τά ἀγροτικά γεωργικά ἐργαλεία· \орудиеия производства τά ἐργαλεία παραγωγής· \орудиеия труда τά ἐργαλεία τής ἐργασίας, τά ὀργανα τῆς δουλειάς·
    2. перен τό δργανο[ν], τό ὅπ-λο[ν]:
    \орудие классовой борьбы τό ὅπλο ταξικής πάλης· быть слепым \орудиеием εἶμαι πειθήνιο ὀργανο·
    3. воен. τό τηλεβόλο[ν], τό πυροβόλο[ν], τό κανόνι:
    полевое \орудие τό πεδινό πυροβόλο· тяжелые \орудиеия τά βαρέα τηλεβόλα· противотанковое \орудие τό ἀντιαρματικό πυροβόλο· зенитное \орудие τό ἀντιαεροπορικό πυροβόλο· дальнобойное \орудие τ£ πυροβόλο μεγάλου βεληνεκούς· самоходное \орудие τό μηχανοκίνητο πυροβόλο.

    Русско-новогреческий словарь > орудие

  • 6 самоходный

    самоходн||ый
    прил μηχανοκίνητος, αὐτοκίνητος, ἀΰτοκινητήριος:
    \самоходныйая пушка τό μηχανοκίνητο τηλεβόλο, τό μηχανοκίνητο πυροβόλο, τό μηχανοκίνητο κανόνι· \самоходныйая баржа ἡ αὐτοπροωθούμενη μαούνα.

    Русско-новогреческий словарь > самоходный

  • 7 царь

    цар||ь
    м
    1. ὁ τσάρος·
    2. перен ὁ βασιλιάς, ὁ βασιλεύς:
    лев--зверей τό λιοντάρι εἶναι βασιλιάς τῶν θηρίων ◊ \царьколокол τό τσαρκόλοκολ (ή μεγαλύτερη καμπάνα той Κρεμλίνου)· \царьпу́ш-ка ἡ τσαρπούσκα (τό μεγαλύτερο κανόνι τοδ Κρεμλίνου)· при \царье Горохе шутл. τόν καιρό τοῦ Νώε.

    Русско-новогреческий словарь > царь

  • 8 пушка

    [πούσκα] ουσ. θ. πυροβόλο, κανόνι

    Русско-греческий новый словарь > пушка

  • 9 пушка

    [πούσκα] ουσ θ πυροβόλο, κανόνι

    Русско-эллинский словарь > пушка

  • 10 греметь

    -млю, -мишь, ρ.δ.
    1. κροτώ. || βροντώ, βροντοβολώ, μπουμπουνίζω•

    -ит μπαυμπουνίζει•

    пушка -ит το κανόνι βροντάει.

    || ηχω, βουΐζω δυνατά, βομβώ. || κλαγγάζω. || κροταλίζω, κουρταλώ. || μτφ. βροντοφωνώ, βροντολαλώ.
    2. μτφ. φημίζομαι πολύ, γίνομαι περιώνυμος• καταπλήττω, κάνω κρότο.

    Большой русско-греческий словарь > греметь

  • 11 огневой

    επ.
    1. πύρινος• με φωτιά.
    2. πυρό-χρωμος.
    3. μτφ. ζωηρός, φλογερός, σπινθηροβόλος (για μάτια, βλέμμα).
    4. μτφ. ευέξαπτος, θερμόα.ιμος.
    5. (στρατ.) του πυρός, των πυρών•

    -ое превосходство υπεροχή πυρός•

    -ая завеса φραγμός τίυρών.

    εκφρ.
    огневой бойπαλ. πυροβόλο όπλο κανόνι•
    - ая позиция – θέση πυροβόλου φωλιά πολυβόλου•
    - ые средства – μέσα πυρός•
    - ая точка – πυροβολείο, πολυβολείο, όλμο βολέ ίο•
    - йя речь – πύρινος λόγος.

    Большой русско-греческий словарь > огневой

  • 12 огненный

    επ.
    1. πύρινος•

    -ые языки πύρινες γλώσσ.ες (φλόγες).

    2. μτφ. πυρόχρωμος•

    огненный горизонт πύρινος ορίζοντας (κόκκινος).

    3. μτφ. σπινθηρίζων λαμπυρίζων•

    огненный взор πύρινο βλέμμα•

    -ые глаза πύρινα μάτια.

    4. μτφ. φλογερός, καυστικός, καυτερός, θερμός•

    огненный поцелуй θερμό φιλί (όλο φωτιά).

    5. μτφ. γεμάτος πάθος, έξαρση.
    εκφρ.
    - ая речь – πύρινος λόγος•
    - ые слова – καυτερά λόγια•
    огненный бойπαλ. πυροβόλο όπλο κανόνι.

    Большой русско-греческий словарь > огненный

  • 13 орудие

    ουδ.
    1. εργαλείο, σύνεργο• μέσο•

    -я труда εργαλεία δουλειάς•

    земледль-ческое орудие αγροτικό εργαλείο•

    -я производства τα μέσα παραγωγής.

    2. μτφ. όργανο•

    слепое орудие τυφλό όργανο.

    3. πυροβόλο, κανόνι•

    самоходное орудие μηχανοκίνητο πυροβόλο•

    дально-ббиное орудие τηλεβόλο•

    полевое орудие πεδινό πυροβόλο•

    осадное орудие τοπομαχικό•

    зенитное орудие αντιαεροπορικό πυροβόλο•

    противотанковое орудие αντιαρματικό πυροβόλο•

    пальба из -ий κανονιοβολισμός, κανονίδι.

    Большой русско-греческий словарь > орудие

  • 14 пушка

    -и, γεν. πλθ. -шек θ. πυροβόλο, κανόνι•

    дальнебоиная пушка το τηλεβόλο•

    противотанковая пушка αντιαρματικό πυροβόλο.

    εκφρ.
    взять на -у – παίρνω τζάμπα, απλέρωτα ή με απάτη•
    как из -и – ακριβώς, στην ώρα, στο λεπτό, ταυτόχρονα, σύγκαιρα: -ой (из -и) не прошибшь (не пробьшь) α) αδιαπέραστο πλήθος λαού. β) δεν του γυρίζεις το κεφάλι, έχει αγύριγο κεφάλι•
    из -и по воробьям – διαθέτω κακώς, σπαταλώ τα έσοδα μου.

    Большой русско-греческий словарь > пушка

  • 15 тарарахнуть

    ρ.σ.
    1. βροντώ•

    -ул гром μπουμπούνισε•

    -ла пушка βρόντησε το κανόνι.

    2. μ. χτυπώ δυνατά• πυροβολώ.
    χτυπώ δυνατά•

    тарарахнуть о дерево χτυπώ δυνατά στο δέντρο.

    || πέφτω μέσα•

    тарарахнуть в яму πέφτω στο λάκκο.

    Большой русско-греческий словарь > тарарахнуть

См. также в других словарях:

  • κανόνι — (I) το 1. πυροβόλο, τηλεβόλο 2. συνεκδ. βολή πυροβόλου, κανονίδι, κανονιά («τη νύχτα ακούστηκαν κανόνια») 3. φρ. α) «έριξε κανόνι» ή «έσκασε κανόνι» ή «βάρεσε κανόνι» αρνείται να πληρώσει, αδυνατεί ή δεν θέλει να ξοφλήσει τα χρέη του, κήρυξε… …   Dictionary of Greek

  • κανόνι — το (λ. ενετ.) 1. πυροβόλο, τηλεβόλο: Οι Τούρκοι έφεραν από τη Λαμία δέκα κανόνια. 2. βολή πυροβόλου, κανονιά: Στο βάθος του βουνού ακούγονταν κανόνια. 3. η φράση «το σκάζω κανόνι» σημαίνει απουσιάζω αδικαιολόγητα από τη δουλειά μου και ιδιαίτερα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κανόνι — κανών straight rod masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανονίδι — (I) το συνεχής κανονιοβολισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανόνι (Ι) + κατάλ. ίδι (II)* (πρβλ. μπουν ίδι, τουφεκ ίδι)]. (II) το κανόνι (II)*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανόνι (ΙΙ) + κατάλ. ίδι (Ι)* (πρβλ. παιχν ίδι, στασ ίδι)] …   Dictionary of Greek

  • Epistula ad Carpianum — Der Epistula ad Carpianum (Brief an Carpian) ist die traditionelle Bezeichnung eines Briefes, den Eusebius an einen Christen namens Carpianus geschrieben hat und der mitunter im Kanon der Evangelien auftaucht. In diesem Text erklärt Eusebius sein …   Deutsch Wikipedia

  • κανονάκι — (I) το μικρό κανόνι, μικρό πυροβόλο. (II) το μουσ. είδος σαντουριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανόνι (II) + υποκορ. κατάλ. άκι, πρβλ. τυρ άκι, ψωμ άκι] …   Dictionary of Greek

  • κανονιοβολώ — ρίχνω βλήματα με πυροβόλο όπλο, ρίχνω κανονιές. [ΕΤΥΜΟΛ. Κανονι ο βολώ αντί τού αναμενομένου κανον ο βολώ < κανόνι (I) + βολώ (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πετροβολώ, πυρο βολώ. Τελικά επεκράτησε ο τ. κανονιο ως α συνθετικό] …   Dictionary of Greek

  • Rule of Faith — The rule of faith (Latin: regula fidei ) or analogy of faith ( analogia fidei ), is a phrase first found in Tertullian, i.e.:Let our seeking, therefore be in that which is our own, and from those who are our own, and concerning that which is our… …   Wikipedia

  • Kalong — Qanûn (instrument) Pour les articles homonymes, voir Qanûn. Sommaire 1 Lutherie 2 Accord 3 …   Wikipédia en Français

  • Kanonaki — Qanûn (instrument) Pour les articles homonymes, voir Qanûn. Sommaire 1 Lutherie 2 Accord 3 …   Wikipédia en Français

  • Kanun (instrument) — Qanûn (instrument) Pour les articles homonymes, voir Qanûn. Sommaire 1 Lutherie 2 Accord 3 …   Wikipédia en Français

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»