-
1 καμαριέρης
[камариерис] ουσ. а. камердинерΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καμαριέρης
-
2 камердинер
-а α.καμαριέρης, θαλαμηπόλος. -
3 коридорный
επ.του διάδρομου.ουσ. --ая καμαριέρης, -α, θαλαμηπόλος.εκφρ.- ая система – το άνοιγμα των πόρτων προς ένα κοινό διάδρομο. -
4 слуга
-й, πλθ. слуги α.α. κ. παλ. θ. υπηρέτης, υπάλληλος, δούλος. || παλ. υπηρέτρια, δούλα. || λακές• καμαριέρης• θαλαμηπόλος. || μτφ. υπηρέτης•слуга отечества υπηρέτης της πατρίδας.
|| λακές•слуга реакции λακές της αντίδρασης.
См. также в других словарях:
καμαριέρης — ο θηλ. καμαριέρα υπηρέτης σπιτιού ή ξενοδοχείου που έχει την επιμέλεια τών δωματίων, και κυρίως τών υπνοδωματίων, θαλαμηπόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. camariere < λατ. camara «αψίδα, θόλος»] … Dictionary of Greek
καμαριέρης — ο θηλ. καμαριέρα (λ. ιταλ.), ο υπάλληλος ξενοδοχείου που έχει για έργο του την επιμέλεια των δωματίων: Ψάχνω να βρω τον καμαριέρη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ιέρης — κατάληξη αρσενικών ουσιαστικών ιταλικής προελεύσεως πρβλ. γκαραζιέρης, γκρουπιέρης, γονδολιέρης, καμαριέρης, καμηλιέρης, κανονιέρης, καροτσιέρης, λαντζιέρης, λαουτιέρης, μαουνιέρης, μπαγκιέρης, μπιραριέρης, μπουρλοτιέρης, πορτιέρης, σκουνιέρης,… … Dictionary of Greek
κάμαρα — Ονομασία εννέα οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ., 287 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαλοπόλεως του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, 59 χλμ. ΝΔ της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαλαισίας. 2. Ημιορεινός οικισμός … Dictionary of Greek
κοιτωνίτης — ο (AM κοιτωνίτης, Μ θηλ. κοιτωνίτισσα) [κοιτών] νεοελλ. ένδυμα που φοριέται στον κοιτώνα ή, γενικά, μέσα στο σπίτι μσν. αρχ. θαλαμηπόλος, καμαριέρης … Dictionary of Greek
λαντζιέρης — και λαντζέρης, ο, θηλ. λαντζιέρα και λαντζιέρισσα ο βοηθός μαγειρείου που πλένει τα πιάτα και τα μαγειρικά σκεύη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάντζα (Ι) κατά τα καμαριέρης, καμηλ ιέρης] … Dictionary of Greek
θαλαμηπόλος — ο, η ου, καμαριέρης: Ανέλαβε καθήκοντα θαλαμηπόλου σε κρουαζιερόπλοιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)