-
1 приезд
приезд м η άφιξη· с \приездом! καλώς (ορίσατε!, καλώς ήρθατε!* * *мη άφιξηс прие́здом! — καλώς ορίσατε!, καλώς ήρθατε!
-
2 добро
добр||о I\ с1. τό καλό[ν], τό ἀγαθό[ν]:желать кому́-л. \доброа θέλω τό καλό κάποιου·2. (имущество) разг ἡ περιουσία, τά ὑπάρχοντα, τά ἀγαθά, τό βιός· ◊ по \доброу́ по здоро́ву μέ τό καλό· это не к \доброУ разг αὐτό δέν θά βγει· σέ καλό· поминать \доброо́м разг διατηρώ καλή ἀνάΜνηση· нет ху́да без \доброа погов. οὐδέν κακόν ἀμιγές καλού.добро́ IIнареч καλά, καλώς· ◊ \добро пожаловать! καλῶς ὠρίσατεί, καλῶς ήρθατε! -
3 Use
v. trans.P. and V. χρῆσθαι (dat.).Be well used, well treated: P. and V. εὖ πάσχειν.Be ill-used, ill-treated: P. and V. κακῶς πάσχειν.Use in addition: P. προσχρῆσθαι (dat.).Use to the full: P. ἀποχρῆσθαι. (dat.).Accustom: P. and V. ἐθίζειν, P. συνεθίζειν.——————subs.Usance: P. and V. χρεία, ἡ, P. χρῆσις, ἡ.Be in use: P. ἐν χρείᾳ εἶναι (Plat.).Be of use, v.: P. and V. ὠφελεῖν, συμφέρειν, ὀνινάναι, Ar. and P. λυσιτελεῖν, V. τέλη λύειν; use profit.Custom: see Custom.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Use
-
4 добро
I добро II: \добро пожаловать καλώς ώρισες (или ορίσατε) II добро Ι с 1) το καλό 2) (имущество) το βίος, τα αγαθά* * *I с1) το καλό2) ( имущество) το βίος, τα αγαθάIIдобро́ пожа́ловать — καλώς ώρισες ( или ωρίσατε)
-
5 милость
ми́лост||ьж1. (великодушие) ἡ ἐδνοια, ἡ εὐμένεια / ἡ χάρις (пощада)/ ἡ καλω-σύνη (одолжение):оказывать \милость кому́-либо κά(μ)νω χάρη σέ κάποιον из \милостьи ἀπό οίκτο· сделай \милость, помолчи κάνε μου τήν χάρη νά σωπάσεις·2. (расположение) разг ἡ συμπάθεια:попа́сть в \милость к кому-либо ἀποκτώ τήν συμπάθεια κάποιου· ◊ сда́ться на \милость победителя παραδίδομαι είς τό ἐλεος τοῦ νικητή· \милостьи просим καλώς ήλθατε, καλώς ὁρίσατε· по чьей-л, \милостьи ἐξ αίτίας κάποιου· скажите на \милость1 разг ἄλλο πάλι τοῦτο! -
6 Cable
subs.Mooring cables: V. χαλινωτήρια, τά, πρυμνήσια, τά.Slip one's cables: V. ἐξιέναι κάλως.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Cable
-
7 Name
subs.P. and V. ὄνομα, τό, V. κληδών, ἡ.Good name: P. and V. ἀξίωμα, τό, εὐδοξία, ἡ, Ar. and V. εὔκλεια, ἡ, κῦδος, τό, V. κληδών, ἡ; see Fame.Memory: P. and V. μνήμη, ἡ.Give a name: P. and V. ὄνομα τίθεσθαι.Giving one's name to: use adj., P. and V. ἐπώνυμος (gen.).By name: use adv., P. ὀνομαστί.Having many names: Ar. and P. πολυώνυμος.A name derived from another: V. ὄνομα παρώνυμον (Æsch., Eum. 8).Having a false name: V. ψευδώνυμος.By a false name: use adv., V. ψευδωνύμως.Call names, v.: see Abuse.Be called by a new name: P. μετονομάζεσθαι.In name, as opposed to in reality: nominally.——————v. trans.Call: P. and V. καλεῖν, ὀνομάζειν, ἐπονομάζειν. λέγειν, εἰπεῖν, προσειπεῖν, προσαγορεύειν, V. προσεννέπειν, κικλήσκειν, κλῄζειν (also Xen. but rare P.); see Call.Mention: P. and V. λέγειν, εἰπεῖν; mention.Named after: use adj., P. and V. ἐπώνυμος (gen. or dat.).The city shall be named after you: V. ἐπώνυμος δὲ σοῦ πόλις κεκλήσεται. (Eur., El. 1275).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Name
-
8 Right
adj.Fit, proper: P. and V. εὐπρεπής, πρέπων, προσήκων, εὐσχήμων, σύμμετρος, καθήκων, Ar. and P. πρεπώδης, V. προσεικώς, ἐπεικώς, συμπρεπής.What is right, duty: see Duty.Reasonable, fair: P. and V. εἰκός.This too is right: V. ἔχει δὲ μοῖραν καὶ τόδε (Eur., Hipp. 988).Hit the mark: P. and V. τυγχάνειν.Thinking that the future will come right of itself: P. τὰ μέλλοντα αὐτοματʼ οἰόμενοι σχήσειν καλῶς (Dem. 11).Right as opposed to left: P. and V. δεξιός.The right hand: P. and V. δεξιά, ἡ.To the right of you: V. ἐν δεξιᾷ σου (Eur., Cycl. 682).Straight, direct: P. and V. εὐθύς, ὀρθός.Adverbially: P. and V. εὐθύ, occasionally εὐθύς.Thinking there was a way right through to the outside: P. οἰόμενοι... εἶναι... ἄντικρυς δίοδον εἰς τὸ ἔξω (Thuc. 2, 4).Right through, prep.: V. διαμπάξ (gen.) (also used in Xen. as adv.), διαμπερές (gen.) (also used in Plat. as adv.).Right angle: P. ὀρθὴ γωνία, ἡ.At right angles: use adj., P. ἐγκάρσιος.——————subs.Justice: P. and V. τὸ δίκαιον, θεμίς, ἡ (rare P.), P. δικαιοσύνη, ἡ, V. τὸ μἀδικεῖν, τοὔνδικον (Eur., frag.).Legal right: P. and V. δίκη, ἡ.Rights: P. and V. τὰ δίκαια.Just claim: P. δικαίωμα, τό.Have a right to: P. and V. δίκαιος εἶναι (infin.) (Eur., Heracl. 142), Ar. and P. ἄξιος εἶναι (infin.).By rights: use rightly.Put to rights: see put right, under Right.——————v. trans.Set upright: P. and V. ὀρθοῦν.Guide aright: see under Guide.A ship strained forcibly by the sheet sinks, but rights again, if one slackens the rope: V. καὶ ναῦς γὰρ ἐνταθεῖσα πρὸς βίαν ποδὶ ἔβαψεν, ἔστη δʼ αὖθις ἢν χαλᾷ πόδα (Eur., Or. 706).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Right
-
9 Straight
adj.Opposed to crooked: P. and V. εὐθύς.Direct: P. and V. εὐθύς, ὀρθός.Tidy: see Tidy.——————adv.Of direction: P. and V. εὐθύ, εὐθύς (rare).Straight for: Ar. and P. εὐθύ (gen.), V. εὐθύς (gen.).Lamachus said they ought to sail straight for Syracuse: P. Λάμαχος ἄντικρυς ἔφη χρῆναι πλεῖν ἐπὶ Συρακούσας (Thuc. 6, 49).Straight on: P. πόρρω, V. πρόσω, πόρσω.Onward: P. and V. εἰς τὸ πρόσθεν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Straight
-
10 Treat
v. trans.Be treated well: P. and V. εὖ πάσχειν.Be a treated ill: P. and V. κακῶς πάσχειν.Treat as of as account: V. θέσθαι παρʼ οὐδὲν (Eur., I. T. 732); see Disregard.Express in art: P. ἀπεργάζεσθαι.Treat medically: P. and V. θεραπεύειν, V. κηδεύειν.Receive with hospitality: P. and V. δέχεσθαι, προσδέχεσθαι, ξενίζειν, ξενοδοκεῖν (Plat.) (absol.), Ar. and P. ὑποδέχεσθαι, V. ξενοῦσθαι.Entertain, give pleasure to: P. and V. τέρπειν (acc.).V. intrans.Negotiate: P. λόγους ποιεῖσθαι; see Negotiate.Come to terms: P. and V. συμβαίνειν, σύμβασιν ποιεῖσθαι.Do business: P. χρηματίζεσθαι.Treat of: P. πραγματεύεσθαι περί (gen.).——————subs.Pleasure: P. and V. τέρψις, ἡ, ἡδονή, ἡ.Good cheer: Ar. and P. εὐωχία, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Treat
-
11 Well
adv.P. and V. εὖ, καλῶς.Correctly: P. and V. ὀρθῶς.Well then: P. and V. εἶεν, τί οὖν.Well, let them shout: Ar. οἱ δʼ οὖν βοώντων (Ach. 186).Well, let them laugh: V. οἱ δʼ οὖν γελώντων (Soph., Aj. 961).If they listen to our representations, well and good: P. ἢν μὲν εἰσακούσωσί τι πρεσβευομένων ἡμῶν, ταῦτα ἄριστα (Thuc. 1, 82).Well, but ( introducing an objection): P. ἀλλὰ νὴ Δία (Dem. 755).Well, then ( introducing a new point): P. τί δέ (Plat., Crito, 49C).It is well: P. and V. εὖ ἔχει, καλῶς ἔχει.——————subs.Ar. and P. φρέαρ, τό.Dig a well, v.: Ar. φρεωρυχεῖν.——————v. intrans.Of tears: P. and V. λείβεσθαι (Plat.).Tears well from my eyes: V. ἐκ δʼ ὀμμάτων πηγαὶ κατερρώγασι (Eur., Alc. 1067).Welling tears: V. χλωρὰ δάκρυα (Eur., Med. 922).A welling spring of water: V. δροσώδης ὕδατος νοτίς (Eur., Bacch. 705).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Well
-
12 pekala
μάλιστα, καλώς, καλά, έχει καλώς -
13 нотабене
σημειώσατε καλώς.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нотабене
-
14 причал
1. (часть пристани, снабжённая причальными приспособлениями) η αποβάθρα, о προβλήτας, ο μώλος, το κρηπίδωμα, η προκυμαία 2. (привязывание, укрепление судна) το πλεύρισμα 3. (канат, которым причаливаются суда) о κάβος, το παλαμάρι, ο καλώς.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > причал
-
15 трос
το σχοινί, το συρματόσχοινο, το παλαμάριτο καραβόσκοινοзадерживающий ав. - το συρ-ματόσκοινο ανάσχεσηςкокосовый - το κα-ρυόσχοινο, η τζίβα (από ίνες κοκοφοίνικα)стальной гибкий{}жёсткий{} - το χαλύβδινο εύκαμπτο/δύσκαμπτο συρματόσκοινοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > трос
-
16 идти
идтинесов1. πηγαίνω, πάω, μεταβαίνω/ βαδίζω (шагать) / ἔρχομαι (от-куда-л.):\идти вперед προχωρώ· \идти назад ὁπισθοχωρώ· \идти за чем-л. ἀκολουθώ κάποιον \идти медленно (быстро) βαδίζω ἀργά (γρήγορα)· \идти в ногу συμβαδίζω, δέν μένω πίσω· \идти гуськом πηγαίνω σέ φάλαγγα κατ' ἄνδραν \идти домой πηγαίνω στό σπίτι· \идти из дому ἔρχομαι ἀπό τό σπίτι· \идти пешком πηγαίνω πεζός, πάω μέ τά πόδια· \идти в школу πηγαίνω σχολείο· \идти по дороге πηγαίνω στό δρόμο·2. (отправляться) ξεκινώ, φεύγω, ἀναχωρώ:поезд идет в два часа дня τό τραίνο φεύγει στίς δύο τό ἀπόγευμα· пароход идет через час τό ἀτμόπλοιον ἀναχωρεί μετά μία ὠρα· \идти гулять πηγαίνω περίπατο·3. (приближаться):поезд идет τό τραίνο φτάνει· весна идет ἐρχεται ἡ ἄνοιξη·4. (пролегать) ὁδηγώ, διέρχομαι, περνώ / ἐκτείνομαι, ἐξαπλοῦμαι, ἐξαπλώνομαι (простираться):эта дорога идет к городу αὐτός ὁ δρόμος ὁδηγεί στήν πόλη·5. (выходить, выделяться) βγαίνω, τρέχω:пар (дым) идет βγαίνει ἀτμός (καπνός)· вода идет из крана τό νερό τρέχει ἀπ' τή βρύση· кровь идет τρέχει αίμα· от цветов идет сильный запах τά λουλούδια ἀναδίνουν δυνατή μυρωδιά·6. (об осадках) πέφτω, πίπτω:идет снег πέφτει χιόνι, χιονίζει· идет дождь πέφτει βροχή, βρέχει·7. (о времени) περνώ:дни идут быстро οἱ μέρες περνοῦν γρήγορα· ему́ идет пятый год περπατάει στά πέντε, εἶναι πέντε χρονών8. (происходить) γίνομαι, λαμβάνω χώραν, συνεχίζομαι:иду́т переговоры γίνονται διαπραγματεύσεις· идут уроки γίνονται μαθήματα·9. (поступать) είσέρχομαι, μπαίνω, πηγαίνω:\идти на военную слу́жбу μπαίνω στό στρατό· \идти в институ́т μπαίνω στό Ίνστιτοῦτο·10. (находить сбыт) πουλιέμαι:товар не идет τό ἐμπόρευμα δέν πουλιέται (или δέν Εχει ζήτηση)·11. (о механизмах) δουλεύω, πηγαίνω:как иду́т ваши часы? πῶς πηγαίνει τό ὠρολόγι σας;·12. (употребляться) ἀπαιτοῦμαι, χρειάζομαι:на это платье идет шесть метров γι ' αὐτό τό φόρεμα χρειάζονται ἔξι μέτρα ὑφασμα· тряпье идет на изготовление бумаги τά κουρέλια πηγαίνουν διά τήν κατασκευή χαρτιοῦ·13. (быть к лицу) πηγαίνω, ταιριάζω, ἀρμόζω (προς):шляпа не идет мне τό καπέλλο δέν μοῦ πηγαίνει·14. (о спектакле, кино и т. п.) παίζομαι:сегодня идет «Пиковая дама» σήμερον παίζεται ἡ «Ντάμα Πίκα»·15. (в игре) παίζω, κάνω κίνηση:вам \идти ἡ σειρά σας νά παίξετε· \идти с десятки ἀνοίγω μέ τό δεκάρι· \идти пешкой κινώ πιόνι· ◊ \идти на-, перекор ἐνεργώ στό πείσμα, ἀντίθετα· \идти наудачу πηγαίνω στήν τύχη (или στά κουτουροῦ)· \идти вразрез с чем-л. πηγαίνω ἀντίθετα, ἐνεργώ σέ ἀντίθεση μέ...· \идти на риск ριψοκινδυνεύω· \идти ко дну́ πηγαίνω στον πάτο· \идти на врага βαδίζω κατά τοῦ ἐχθροῦ· \идти в гору перен παίρνω τήν ἀνιοῦσαν, προκόβω· \идти и а у́быль ἐλαττώνομαι· \идти на преступление κάνω ἔγκλημα· \идти своей дорогой τραβώ τόν δρόμο μου· \идти на усту́пки κάνω ὑποχωρήσεις· \идти на посадку ἀβ. πάω νά προσγειωθώ· \идти на все κάνω τό πάν \идти на попятный ὑποχωρώ· не \идти в счет δέν μπαίνω στό λογαριασμό· это не идет у меня из головы δέν μοῦ βγαίνει ἀπ' τό μυαλό· о чем речь идет? περί τίνος πρόκειται;, περί τίνος γίνεται λόγος;· как иду́т дела? πώς πἄνε οἱ δουλειές;· дела иду́т хорошо́! οἱ δουλειές πᾶνε καλά!· куда ни шло! разг ἀς εἶναι, ἔστω!· идет! (ладно) ἔχει καλώς!, ἐν τάξει! -
17 основательно
основательн||онареч γερά, καλά, καλώς (хорошо)/ στέρεα (прочно):\основательно изучать μελετώ κατά βάθος. -
18 перлинь
перлиньм мор. τό καραβόσκοινο, τό παλαμάρι, ὁ κάλως. -
19 пожаловать
пожаловатьсов см. жаловать· ◊ добро́ \пожаловать1 καλώς ὠρίσατε! -
20 посредственно
посредственно1. нареч μέτρια, μετρίως'2. сущ. (отметка) σχεδόν καλώς.
См. также в других словарях:
κάλως — reefing rope masc acc pl (epic doric ionic) κάλω̆ς , κάλως reefing rope masc acc pl (attic epic ionic) κάλω̆ς , κάλως reefing rope masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κάλως — reefing rope nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλώς — τροπ. επίρρ. του επιθ. καλός καλά, σωστά, ευνοϊκά· συνηθίζεται κυρίως σε φράσεις χαιρετισμού και φιλοφρόνησης, όπως καλώς τα δέχτηκες, καλώς σας βρήκαμε, καλώς τόνε κ.ά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κάλως — ο (AM κάλως, ω, Α επικ. και ιων. τ. κάλος) σχοινί και κυρίως χοντρό, καραβόσχοινο, παλαμάρι («τούτων τὴν μὲν θύρην δεδεμένην κάλῳ ἔμπροσθε τοῡ πλοίου ἀπίει ἐπιφέρεσθαι», Ηρόδ.) μσν. αρχ. 1. το χοντρό σχοινί με το οποίο αναβιβάζεται και… … Dictionary of Greek
καλώς — (AM καλῶς) επίρρ. βλ. καλός … Dictionary of Greek
κάλῳς — κάλῳ̆ς , κάλως reefing rope masc dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλῶς — καλός beautiful adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλώς — καλός beautiful masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τὸ φέρον ἐκ θεοῦ καλῶς φέρειν χρὴ. — τὸ φέρον ἐκ θεοῦ καλῶς φέρειν χρὴ. См. Что Бог послал, то и наше … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μάντις δ’ ἄριστος ὅστις εἰκάζει καλῶς. — См. Верим охотно тому, чего желаем … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὀστὶς δ’ ἀνάγκῃ συγκεχώρηκεν καλῶς. — См. Терпи казак, атаман будешь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)