Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

καλῶς

  • 1 приезд

    приезд м η άφιξη· с \приездом! καλώς (ορίσατε!, καλώς ήρθατε!
    * * *
    м
    η άφιξη

    с прие́здом! — καλώς ορίσατε!, καλώς ήρθατε!

    Русско-греческий словарь > приезд

  • 2 добро

    добр||о I
    \ с
    1. τό καλό[ν], τό ἀγαθό[ν]:
    желать кому́-л. \доброа θέλω τό καλό κάποιου·
    2. (имущество) разг ἡ περιουσία, τά ὑπάρχοντα, τά ἀγαθά, τό βιός· ◊ по \доброу́ по здоро́ву μέ τό καλό· это не к \доброУ разг αὐτό δέν θά βγει· σέ καλό· поминать \доброо́м разг διατηρώ καλή ἀνάΜνηση· нет ху́да без \доброа погов. οὐδέν κακόν ἀμιγές καλού.
    добро́ II
    нареч καλά, καλώς· ◊ \добро пожаловать! καλῶς ὠρίσατεί, καλῶς ήρθατε!

    Русско-новогреческий словарь > добро

  • 3 Use

    v. trans.
    P. and V. χρῆσθαι (dat.).
    Treat: P. and V. χρῆσθαι (dat.), Ar. and P. μεταχειρίζειν (or mid.), P. διατιθέναι (or mid.).
    Use well, treat well: P. and V. εὖ ποιεῖν, εὖ δρᾶν, καλῶς ποιεῖν, καλῶς δρᾶν.
    Use ill, treat ill: P. and V. κακῶς ποιεῖν, κακῶς δρᾶν.
    Be well used, well treated: P. and V. εὖ πάσχειν.
    Be ill-used, ill-treated: P. and V. κακῶς πάσχειν.
    Use in addition: P. προσχρῆσθαι (dat.).
    Use to the full: P. ἀποχρῆσθαι. (dat.).
    Use up: P. καταχρῆσθαι (acc.), ἀπαναλίσκειν, καταναλίσκειν, P. and V. ναλίσκειν.
    Accustom: P. and V. ἐθίζειν, P. συνεθίζειν.
    Be used to: with infin., P. and V. ἐθίζεσθαι, εἰωθέναι, φιλεῖν; see also used to, adj.
    ——————
    subs.
    Usance: P. and V. χρεία, ἡ, P. χρῆσις, ἡ.
    Be in use: P. ἐν χρείᾳ εἶναι (Plat.).
    Advantage: P. and V. χρεία, ἡ, ὄφελος, τό; see Advantage.
    Be of use, v.: P. and V. ὠφελεῖν, συμφέρειν, ὀνινναι, Ar. and P. λυσιτελεῖν, V. τέλη λύειν; use profit.
    Make good useof: P. and V. καλῶς τθεσθαι (acc.).
    Custom: see Custom.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Use

  • 4 добро

    I добро II: \добро пожаловать καλώς ώρισες (или ορίσατε) II добро Ι с 1) το καλό 2) (имущество) το βίος, τα αγαθά
    * * *
    I с
    1) το καλό
    2) ( имущество) το βίος, τα αγαθά
    II

    добро́ пожа́ловать — καλώς ώρισες ( или ωρίσατε)

    Русско-греческий словарь > добро

  • 5 милость

    ми́лост||ь
    ж
    1. (великодушие) ἡ ἐδνοια, ἡ εὐμένεια / ἡ χάρις (пощада)/ ἡ καλω-σύνη (одолжение):
    оказывать \милость кому́-либо κά(μ)νω χάρη σέ κάποιον из \милостьи ἀπό οίκτο· сделай \милость, помолчи κάνε μου τήν χάρη νά σωπάσεις·
    2. (расположение) разг ἡ συμπάθεια:
    попа́сть в \милость к кому-либо ἀποκτώ τήν συμπάθεια κάποιου· ◊ сда́ться на \милость победителя παραδίδομαι είς τό ἐλεος τοῦ νικητή· \милостьи просим καλώς ήλθατε, καλώς ὁρίσατε· по чьей-л, \милостьи ἐξ αίτίας κάποιου· скажите на \милость1 разг ἄλλο πάλι τοῦτο!

    Русско-новогреческий словарь > милость

  • 6 Cable

    subs.
    P. σπάρτον, τό, Ar. and P. τόνος, ὁ, P. and V. κλως, ὁ, πεῖσμα, τό (Plat.), δεσμός, ὁ; see Rope.
    Mooring cables: V. χαλινωτήρια, τά, πρυμνήσια, τά.
    Slip one's cables: V. ἐξιέναι κλως.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Cable

  • 7 Name

    subs.
    P. and V. ὄνομα, τό, V. κληδών, ἡ.
    Reputation: P. and V. δόξα, ἡ, ὄνομα, τό, κλέος (rare P.), V. βᾶξις, ἡ, φτις, ἡ.
    Good name: P. and V. ἀξίωμα, τό, εὐδοξία, ἡ, Ar. and V. εὔκλεια, ἡ, κῦδος, τό, V. κληδών, ἡ; see Fame.
    Have a good name, v.; P. and V. εὖ κούειν, καλῶς κούειν, V. εὖ κλύειν, καλῶς κλύειν.
    Memory: P. and V. μνήμη, ἡ.
    Give a name: P. and V. ὄνομα τθεσθαι.
    Giving one's name to: use adj., P. and V. ἐπώνυμος (gen.).
    By name: use adv., P. ὀνομαστί.
    Having a like name, adj.: Ar. and P., ὁμώνυμος, V. συνώνυμος.
    Having many names: Ar. and P. πολυώνυμος.
    A name derived from another: V. ὄνομα παρώνυμον (Æsch., Eum. 8).
    Having a false name: V. ψευδώνυμος.
    By a false name: use adv., V. ψευδωνμως.
    Call names, v.: see Abuse.
    Be called by a new name: P. μετονομάζεσθαι.
    In name, as opposed to in reality: nominally.
    ——————
    v. trans.
    Call: P. and V. καλεῖν, ὀνομάζειν, ἐπονομάζειν. λέγειν, εἰπεῖν, προσειπεῖν, προσαγορεύειν, V. προσεννέπειν, κικλήσκειν, κλῄζειν (also Xen. but rare P.); see Call.
    Mention: P. and V. λέγειν, εἰπεῖν; mention.
    Appoint: P. and V. καθιστναι, προστάσσειν; see Appoint.
    Name after ( a person): P. and V. ἐπονομάζειν (τινά τινος).
    Named after: use adj., P. and V. ἐπώνυμος (gen. or dat.).
    The city shall be named after you: V. ἐπώνυμος δὲ σοῦ πόλις κεκλήσεται. (Eur., El. 1275).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Name

  • 8 Right

    adj.
    Correct, true: P. and V. ληθής, ὀρθός, V. ναμερτής; see True.
    Fit, proper: P. and V. εὐπρεπής, πρέπων, προσήκων, εὐσχήμων, σύμμετρος, καθήκων, Ar. and P. πρεπώδης, V. προσεικώς, ἐπεικώς, συμπρεπής.
    Just: P. and V. δκαιος, ἔνδικος, ὀρθός, σος, ἔννομος, ἐπιεικής.
    What is right, duty: see Duty.
    ( It is) right, lawful: P. and V. ὅσιον, θεμιτόν (negatively) (rare P.), θέμις (rare P.), V. δκη.
    Reasonable, fair: P. and V. εἰκός.
    This too is right: V. ἔχει δὲ μοῖραν καὶ τόδε (Eur., Hipp. 988).
    Deserved, adj.: P. and V. ἄξιος, δκαιος, V. ἐπάξιος.
    Be right, v.: P. and V. ὀρθῶς γιγνώσκειν.
    Hit the mark: P. and V. τυγχνειν.
    Come right, v.: P. and V. ὀρθοῦσθαι, κατορθοῦσθαι, εὖ ἔχειν, καλῶς ἔχειν.
    Thinking that the future will come right of itself: P. τὰ μέλλοντα αὐτοματʼ οἰόμενοι σχήσειν καλῶς (Dem. 11).
    Put right, v.: P. and V. ἐξορθοῦν, διορθοῦν, κατορθοῦν, νορθοῦν, Ar. and P. ἐπανορθοῦν.
    In one's right mind, adj.: P. and V. ἔννους, ἔμφρων; see Sane.
    Right as opposed to left: P. and V. δεξιός.
    The right hand: P. and V. δεξιά, ἡ.
    On the right: P. and V. ἐν δεξιᾷ, Ar. and P. ἐκ δεξιᾶς, or use adj., V. ἐνδέξιος (Eur., Cycl. 6).
    To the right of you: V. ἐν δεξιᾷ σου (Eur., Cycl. 682).
    Straight, direct: P. and V. εὐθς, ὀρθός.
    Adverbially: P. and V. εὐθύ, occasionally εὐθύς.
    Right out, (destroy, kill) right out: P. and V. ἄρδην; see Utterly.
    Thinking there was a way right through to the outside: P. οἰόμενοι... εἶναι... ἄντικρυς δίοδον εἰς τὸ ἔξω (Thuc. 2, 4).
    Right through, prep.: V. διαμπάξ (gen.) (also used in Xen. as adv.), διαμπερές (gen.) (also used in Plat. as adv.).
    Right angle: P. ὀρθὴ γωνία, ἡ.
    At right angles: use adj., P. ἐγκάρσιος.
    ——————
    subs.
    Justice: P. and V. τὸ δκαιον, θεμς, ἡ (rare P.), P. δικαιοσύνη, ἡ, V. τὸ μἀδικεῖν, τοὔνδικον (Eur., frag.).
    Legal right: P. and V. δκη, ἡ.
    Prerogative: P. and V. γέρας, τό; see Prerogative.
    Rights: P. and V. τὰ δκαια.
    Just claim: P. δικαίωμα, τό.
    Have a right to: P. and V. δκαιος εἶναι (infin.) (Eur., Heracl. 142), Ar. and P. ἄξιος εἶναι (infin.).
    By rights: use rightly.
    Put to rights: see put right, under Right.
    ——————
    v. trans.
    P. and V. ἐξορθοῦν, διορθοῦν, κατορθοῦν, Ar. and P. ἐπανορθοῦν.
    Set upright: P. and V. ὀρθοῦν.
    Guide aright: see under Guide.
    A ship strained forcibly by the sheet sinks, but rights again, if one slackens the rope: V. καὶ ναῦς γὰρ ἐνταθεῖσα πρὸς βίαν ποδὶ ἔβαψεν, ἔστη δʼ αὖθις ἢν χαλᾷ πόδα (Eur., Or. 706).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Right

  • 9 Straight

    adj.
    Opposed to crooked: P. and V. εὐθύς.
    Direct: P. and V. εὐθύς, ὀρθός.
    Tidy: see Tidy.
    Put straight, correct, v. trans.: Ar. and P. ἐπανορθοῦν, P. and V. διορθοῦν, ἐξορθοῦν, νορθοῦν.
    Arrange, settle: P. and V. εὖ τιθέναι, εὖ τθεσθαι, καλῶς τιθέναι, καλῶς τθεσθαι.
    ——————
    adv.
    Of direction: P. and V. εὐθύ, εὐθύς (rare).
    Straight for: Ar. and P. εὐθύ (gen.), V. εὐθύς (gen.).
    Lamachus said they ought to sail straight for Syracuse: P. Λάμαχος ἄντικρυς ἔφη χρῆναι πλεῖν ἐπὶ Συρακούσας (Thuc. 6, 49).
    Straight on: P. πόρρω, V. πρόσω, πόρσω.
    Onward: P. and V. εἰς τὸ πρόσθεν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Straight

  • 10 Treat

    v. trans.
    Use handle: P. and V. χρῆσθαι (dat.), P. διατιθέναι (or mid.), Ar. and P. μεταχειρίζειν (or mid.).
    Treat well: P. and V. εὖ ποιεῖν, εὖ δρᾶν, καλῶς ποιεῖν, καλῶς δρᾶν.
    Treat ill: P. and V. κακῶς ποιεῖν, κακῶς δρᾶν.
    Be treated well: P. and V. εὖ πάσχειν.
    Be a treated ill: P. and V. κακῶς πάσχειν.
    Treat as of as account: V. θέσθαι παρʼ οὐδὲν (Eur., I. T. 732); see Disregard.
    Express in art: P. ἀπεργάζεσθαι.
    Treat medically: P. and V. θεραπεύειν, V. κηδεύειν.
    Receive with hospitality: P. and V. δέχεσθαι, προσδέχεσθαι, ξενίζειν, ξενοδοκεῖν (Plat.) (absol.), Ar. and P. ποδέχεσθαι, V. ξενοῦσθαι.
    Entertain, give pleasure to: P. and V. τέρπειν (acc.).
    V. intrans.
    Negotiate: P. λόγους ποιεῖσθαι; see Negotiate.
    Come to terms: P. and V. συμβαίνειν, σύμβασιν ποιεῖσθαι.
    Do business: P. χρηματίζεσθαι.
    Treat of: P. πραγματεύεσθαι περί (gen.).
    ——————
    subs.
    Entertainment, feast: P. and V. ἑστίαμα, τό (Plat.); see Feast.
    Pleasure: P. and V. τέρψις, ἡ, ἡδονή, ἡ.
    Good cheer: Ar. and P. εὐωχία, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Treat

  • 11 Well

    adv.
    P. and V. εὖ, καλῶς.
    Correctly: P. and V. ὀρθῶς.
    Well then: P. and V. εἶεν, τί οὖν.
    Come then: P. and V. γε, φέρε, θι, φέρε δή; see Come.
    Well, let them shout: Ar. οἱ δʼ οὖν βοώντων (Ach. 186).
    Well, let them laugh: V. οἱ δʼ οὖν γελώντων (Soph., Aj. 961).
    If they listen to our representations, well and good: P. ἢν μὲν εἰσακούσωσί τι πρεσβευομένων ἡμῶν, ταῦτα ἄριστα (Thuc. 1, 82).
    Well, but ( introducing an objection): P. ἀλλὰ νὴ Δία (Dem. 755).
    Well, suppose: Ar. and V. καὶ δή; see under Suppose.
    Well, then ( introducing a new point): P. τί δέ (Plat., Crito, 49C).
    As well, further: P. and V. ἔτι; see Besides.
    At the same time: P. and V. μα, ὁμοῦ.
    As well as, together with: P. and V. μα (dat.), ὁμοῦ (dat.) (rare P.).
    Be well in health: Ar. and P. γιαίνειν, P. and V. εὖ ἔχειν.
    It is well: P. and V. εὖ ἔχει, καλῶς ἔχει.
    ——————
    subs.
    Ar. and P. φρέαρ, τό.
    Dig a well, v.: Ar. φρεωρυχεῖν.
    ——————
    v. intrans.
    Gush: P. and V. ῥεῖν, πορρεῖν, στάζειν (Plat. but rare P.), V. κηκειν, ἐκπηδᾶν.
    Of tears: P. and V. λείβεσθαι (Plat.).
    Tears well from my eyes: V. ἐκ δʼ ὀμμάτων πηγαὶ κατερρώγασι (Eur., Alc. 1067).
    Welling tears: V. χλωρὰ δάκρυα (Eur., Med. 922).
    A welling spring of water: V. δροσώδης ὕδατος νοτίς (Eur., Bacch. 705).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Well

  • 12 pekala

    μάλιστα, καλώς, καλά, έχει καλώς

    Türkçe-Yunanca Sözlük > pekala

  • 13 нотабене

    σημειώσατε καλώς.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нотабене

  • 14 причал

    1. (часть пристани, снабжённая причальными приспособлениями) η αποβάθρα, о προβλήτας, ο μώλος, το κρηπίδωμα, η προκυμαία
    - των κοντέινερ (ξεν.)
    2. (привязывание, укрепление судна) το πλεύρισμα 3. (канат, которым причаливаются суда) о κάβος, το παλαμάρι, ο καλώς.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > причал

  • 15 трос

    το σχοινί, το συρματόσχοινο, το παλαμάρι
    το καραβόσκοινο
    - Боудена το χαλύβδινο συρματόσχοινο με επικάλυψη (εντός της οποίας ολισθαίνει)
    - для верпования мор. το καλώδιο, ο κάλως παρολκής
    задерживающий ав. - το συρ-ματόσκοινο ανάσχεσης
    кокосовый - το κα-ρυόσχοινο, η τζίβα (από ίνες κοκοφοίνικα)
    стальной гибкий{}жёсткий{} - το χαλύβδινο εύκαμπτο/δύσκαμπτο συρματόσκοινο

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > трос

  • 16 идти

    идти
    несов
    1. πηγαίνω, πάω, μεταβαίνω/ βαδίζω (шагать) / ἔρχομαι (от-куда-л.):
    \идти вперед προχωρώ· \идти назад ὁπισθοχωρώ· \идти за чем-л. ἀκολουθώ κάποιον \идти медленно (быстро) βαδίζω ἀργά (γρήγορα)· \идти в ногу συμβαδίζω, δέν μένω πίσω· \идти гуськом πηγαίνω σέ φάλαγγα κατ' ἄνδραν \идти домой πηγαίνω στό σπίτι· \идти из дому ἔρχομαι ἀπό τό σπίτι· \идти пешком πηγαίνω πεζός, πάω μέ τά πόδια· \идти в школу πηγαίνω σχολείο· \идти по дороге πηγαίνω στό δρόμο·
    2. (отправляться) ξεκινώ, φεύγω, ἀναχωρώ:
    поезд идет в два часа дня τό τραίνο φεύγει στίς δύο τό ἀπόγευμα· пароход идет через час τό ἀτμόπλοιον ἀναχωρεί μετά μία ὠρα· \идти гулять πηγαίνω περίπατο·
    3. (приближаться):
    поезд идет τό τραίνο φτάνει· весна идет ἐρχεται ἡ ἄνοιξη·
    4. (пролегать) ὁδηγώ, διέρχομαι, περνώ / ἐκτείνομαι, ἐξαπλοῦμαι, ἐξαπλώνομαι (простираться):
    эта дорога идет к городу αὐτός ὁ δρόμος ὁδηγεί στήν πόλη·
    5. (выходить, выделяться) βγαίνω, τρέχω:
    пар (дым) идет βγαίνει ἀτμός (καπνός)· вода идет из крана τό νερό τρέχει ἀπ' τή βρύση· кровь идет τρέχει αίμα· от цветов идет сильный запах τά λουλούδια ἀναδίνουν δυνατή μυρωδιά·
    6. (об осадках) πέφτω, πίπτω:
    идет снег πέφτει χιόνι, χιονίζει· идет дождь πέφτει βροχή, βρέχει·
    7. (о времени) περνώ:
    дни идут быстро οἱ μέρες περνοῦν γρήγορα· ему́ идет пятый год περπατάει στά πέντε, εἶναι πέντε χρονών
    8. (происходить) γίνομαι, λαμβάνω χώραν, συνεχίζομαι:
    иду́т переговоры γίνονται διαπραγματεύσεις· идут уроки γίνονται μαθήματα·
    9. (поступать) είσέρχομαι, μπαίνω, πηγαίνω:
    \идти на военную слу́жбу μπαίνω στό στρατό· \идти в институ́т μπαίνω στό Ίνστιτοῦτο·
    10. (находить сбыт) πουλιέμαι:
    товар не идет τό ἐμπόρευμα δέν πουλιέται (или δέν Εχει ζήτηση)·
    11. (о механизмах) δουλεύω, πηγαίνω:
    как иду́т ваши часы? πῶς πηγαίνει τό ὠρολόγι σας;·
    12. (употребляться) ἀπαιτοῦμαι, χρειάζομαι:
    на это платье идет шесть метров γι ' αὐτό τό φόρεμα χρειάζονται ἔξι μέτρα ὑφασμα· тряпье идет на изготовление бумаги τά κουρέλια πηγαίνουν διά τήν κατασκευή χαρτιοῦ·
    13. (быть к лицу) πηγαίνω, ταιριάζω, ἀρμόζω (προς):
    шляпа не идет мне τό καπέλλο δέν μοῦ πηγαίνει·
    14. (о спектакле, кино и т. п.) παίζομαι:
    сегодня идет «Пиковая дама» σήμερον παίζεται ἡ «Ντάμα Πίκα»·
    15. (в игре) παίζω, κάνω κίνηση:
    вам \идти ἡ σειρά σας νά παίξετε· \идти с десятки ἀνοίγω μέ τό δεκάρι· \идти пешкой κινώ πιόνι· ◊ \идти на-, перекор ἐνεργώ στό πείσμα, ἀντίθετα· \идти наудачу πηγαίνω στήν τύχη (или στά κουτουροῦ)· \идти вразрез с чем-л. πηγαίνω ἀντίθετα, ἐνεργώ σέ ἀντίθεση μέ...· \идти на риск ριψοκινδυνεύω· \идти ко дну́ πηγαίνω στον πάτο· \идти на врага βαδίζω κατά τοῦ ἐχθροῦ· \идти в гору перен παίρνω τήν ἀνιοῦσαν, προκόβω· \идти и а у́быль ἐλαττώνομαι· \идти на преступление κάνω ἔγκλημα· \идти своей дорогой τραβώ τόν δρόμο μου· \идти на усту́пки κάνω ὑποχωρήσεις· \идти на посадку ἀβ. πάω νά προσγειωθώ· \идти на все κάνω τό πάν \идти на попятный ὑποχωρώ· не \идти в счет δέν μπαίνω στό λογαριασμό· это не идет у меня из головы δέν μοῦ βγαίνει ἀπ' τό μυαλό· о чем речь идет? περί τίνος πρόκειται;, περί τίνος γίνεται λόγος;· как иду́т дела? πώς πἄνε οἱ δουλειές;· дела иду́т хорошо́! οἱ δουλειές πᾶνε καλά!· куда ни шло! разг ἀς εἶναι, ἔστω!· идет! (ладно) ἔχει καλώς!, ἐν τάξει!

    Русско-новогреческий словарь > идти

  • 17 основательно

    основательн||о
    нареч γερά, καλά, καλώς (хорошо)/ στέρεα (прочно):
    \основательно изучать μελετώ κατά βάθος.

    Русско-новогреческий словарь > основательно

  • 18 перлинь

    перлинь
    м мор. τό καραβόσκοινο, τό παλαμάρι, ὁ κάλως.

    Русско-новогреческий словарь > перлинь

  • 19 пожаловать

    пожаловать
    сов см. жаловать· ◊ добро́ \пожаловать1 καλώς ὠρίσατε!

    Русско-новогреческий словарь > пожаловать

  • 20 посредственно

    посредственно
    1. нареч μέτρια, μετρίως'
    2. сущ. (отметка) σχεδόν καλώς.

    Русско-новогреческий словарь > посредственно

См. также в других словарях:

  • κάλως — reefing rope masc acc pl (epic doric ionic) κάλω̆ς , κάλως reefing rope masc acc pl (attic epic ionic) κάλω̆ς , κάλως reefing rope masc nom sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κάλως — reefing rope nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλώς — τροπ. επίρρ. του επιθ. καλός καλά, σωστά, ευνοϊκά· συνηθίζεται κυρίως σε φράσεις χαιρετισμού και φιλοφρόνησης, όπως καλώς τα δέχτηκες, καλώς σας βρήκαμε, καλώς τόνε κ.ά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάλως — ο (AM κάλως, ω, Α επικ. και ιων. τ. κάλος) σχοινί και κυρίως χοντρό, καραβόσχοινο, παλαμάρι («τούτων τὴν μὲν θύρην δεδεμένην κάλῳ ἔμπροσθε τοῡ πλοίου ἀπίει ἐπιφέρεσθαι», Ηρόδ.) μσν. αρχ. 1. το χοντρό σχοινί με το οποίο αναβιβάζεται και… …   Dictionary of Greek

  • καλώς — (AM καλῶς) επίρρ. βλ. καλός …   Dictionary of Greek

  • κάλῳς — κάλῳ̆ς , κάλως reefing rope masc dat pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλῶς — καλός beautiful adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλώς — καλός beautiful masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τὸ φέρον ἐκ θεοῦ καλῶς φέρειν χρὴ. — τὸ φέρον ἐκ θεοῦ καλῶς φέρειν χρὴ. См. Что Бог послал, то и наше …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Μάντις δ’ ἄριστος ὅστις εἰκάζει καλῶς. — См. Верим охотно тому, чего желаем …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὀστὶς δ’ ἀνάγκῃ συγκεχώρηκεν καλῶς. — См. Терпи казак, атаман будешь …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»