Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

καλύτερος

  • 1 καλύτερος

    η, ο [α, ον] лучший, самый лучший;

    ο καλύτερος απ' όλους — лучший из всех, самый лучший

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > καλύτερος

  • 2 στην

    στον, στούς и т. п.) πρόθ. I με αίτιατ.
    1) (при обознач. направления действия, движения) в, к; на; πάμε στο καφενείο пошли в кафе; τα παράθυρα τού δωματίου μου βλέπουν στον κήπο окна моей комнаты выходят в сад; δεν εγύρισε τα μάτια της σε μένα она не взглянула на меня; πήγε στον πεθερό του он пошёл к тестю; πηγαίνω στο σπίτι я иду домой; σκαρφάλωσα στο βουνό взбираться на гору; 2) (при обознач, места) в; на; за; по; под; φυτεύω πατάτες στο περιβόλι сажать картофель в огороде; μένω στην λεωφόρο Συγγρού я живу на проспекте Сингру; κάθομαι στο τραπέζι сидеть за столом; σε όλον τον κόσμο по всему свету, во всём мире, везде; σέ όλον τον κόσμο είναι γνωστό... всему миру известно...; κάνω βόλτα στην πόλη гулять по городу; ήταν ξαπλωμένος σ' ένα δέντρο он лежал под деревом; η γη στριφογυρίζει στα πόδια μου у меня земля уходит из-под ног; 3) (при обознач, расстояния между чём-л.) до; από το ένα πεζοδρόμιο στο άλλο от одного тротуара до другого; από την μιά πόλη στην άλλη от одного города до другого; 4) (при обознач, времени, периода, срока) в; через; στα χίλια εννεακόσια εβδομήντα έξι в тысяча девятьсот семьдесят шестом току; στίς τρείς το πρωί в три часа утри; στα νιάτα (γηρατειά) μου в юности (старости); στον καιρό του в своё время; σε λίγο скоро; σε μισή ώρα через полчаса; σε δέκα μέρες через десять дней; στίς πέντε τού Γενάρη пятого января; 5) (при обознач, стоимости) за; на; τρία στη δραχμή три штуки на одну драхму; 6) (при обознач, способа оплаты): πληρώθηκα σε δολλάρια мне заплатили долларами; πληρώνω σε χρήμα (είδος) платить деньгами (натурой); 7) (при обознач, области, сферы проявления признака, свойства, а тж. области какого-л. действия) в; по; είναι μάστορης στο τάβλι он большой мистер игры в тавли; στα καλαμπούρια δεν τον παραβγαίνει κανείς в каламбурах ему нет равных; στο μπόι είναι πιο κοντός απ' όλους он меньше всех ростом; καλλίτερος σε ποιότητα лучший по качеству; είναι ξακουσμένη στην ομορφιά она известна своей красотой; είναι γιατρός στο επάγγελμα он врач по профессии; οι στρατιώτες ασκρύνται στη σκοποβολή солдаты упражняется в стрельбе; βρίσκομαι στην εξουσία стоять у власти; 8) (при сопоставлении) в; по; αυτό είναι ανώτερο στην αξία это дороже; σε τί είσαι καλύτερος από μένα; чем ты лучше меня?; είμαι μεγαλύτερος στα χρόνια από σένα по годом я старше тебя; 9) (при обознач, деления на части) на; в; χωρίζω σε ίσα μέρη (στα εφτά) делить на равные части (на семь); σχίζομαι σε δυό расколоться пополам; σπάζω σε τρία κομμάτια разбиваться на три части; 10) (при обознач, состояния или перехода в какое-л. состояние) в; στην ακμή в расцвете сил; στον ύπνο μου во сне; μετατρέπω σε ερείπια превращать в развалины; 11) (при указании на форму) в; δράμα σε στίχους драма в стихах; κωμωδία σε τρείς πράξεις комедия в трёх действиях; 12) (при обознач, цели) на; τον έχω καλέσει σε γεύμα я его пригласил на обед; πηγαίνω σε κυνήγι иду на охоту; 13) (при обознач, образа действия): αρρώστησε στα καλά он тяжело заболел; ερωτεύομαι στα σωστά влюбиться не на шутку; στα γεμάτα интенсивно; βρέχει στα γεμάτα дождь зарядил; τελειώνω τη δουλειά στα πεταχτά кончать работу очень быстро; κλαίω στα ψέματα притворяться плачущим, плакать понарошку; 14) (при обознач, орудия и средства действия): με πέθανε στη φλυαρία она меня уморила своей болтовнёй; τον τσάκισαν στο ξύλο его сильно избили палками; 15) (при обознач, объединения, слияния) в; ένωσαν δυό δήμους σ' έναν объединили два дима в один; 16) (при обознач, превращения, перевода): μεταφράζω από τα ελληνικά στα ρωσσικά переводить с греческого на русский; ο ποιητής μετατράπηκε σε μεταφραστή поэт стал переводчиком; μετέτρεψα τα δολλάρια σε δραχμές я обменял доллары на драхмы; 17) (при обращении) к, в; απευθύνομαι στον υπουργό (στο υπουργείο) обращаться к министру (в министерство); 18) (при указании на источник) у; ράβω στον ράφτη шить у портного; 19) (при выражении пожелания): στο καλό! счастливо!, счастливого пути!; στην υγεία

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > στην

  • 3 τίς

    τίς, τί αντων. 1. (γεν. τινός) (неопределённое мест, является энклитикой) кто-то, какой-то;
    κάτι τι что-то; § από τίνος (καιρού) с некоторых пор; μέχρι τινός до недавних пор; μέχρι προ τίνος ещё совсем недавно; κατά τι несколько, отчасти; τό κάθε п всякая вещь, всё, что угодно; 2. (γεν. τίνος) (вопросительное мест.) 1) кто?, что?; τίς εί; кто идёт? (оклик часового); τί με μέλει (или μ' ενδιαφέρει); какое мне дело?, что мне до этого?; κατά τί; в чём?, чем?; κατά τί είναι καλύτερος; чем он лучше?; 2) как|ой, -ая, -ое?; τίς η ανάγκη; какая нужда?, нужно ли? τίς2/2
    αιτιατ. πλ. от η и αυτή

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τίς

См. также в других словарях:

  • καλύτερος — η, ο πιο καλός, σε σύγκριση με κάποιον άλλο. επίρρ... καλύτερα 1. πιο καλά, προτιμότερα («καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή») 2. φρ. α) «είμαι καλύτερα» ή «πάω καλύτερα» βελτιώνεται η υγεία μου ή η κατάστασή… …   Dictionary of Greek

  • καλύτερος — η, ο επίρρ. α συγκρ. του καλός πιο καλός, ανώτερος: Το σπίτι αυτό είναι καλύτερο από το άλλο. – Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή (από το «Θούριο» του Ρ. Φεραίου) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άριστος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστορικός συγγραφέας (3ος 2ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από τη Σαλαμίνα της Κύπρου. Έγραψε μαζί με τον Ασκληπιάδη μια Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. 2. Φιλόσοφος της Νέας Ακαδημίας (1ος αι. π.Χ.). Ήταν αδελφός του… …   Dictionary of Greek

  • καλλίτερος — Οικισμός (202 κάτ.) της Ζακύνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζακυνθίων του νομού Ζακύνθου. * * * η, ο καλύτερος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παλαιότερη γραφή τής λ. που θεωρήθηκε ότι προήλθε από το συγκρ. καλλίων (καλλί + τερος), ενώ στην πραγματικότητα… …   Dictionary of Greek

  • καλυτερεύω — (Μ καλυτερεύω) 1. (αμτβ.) γίνομαι καλύτερος, διορθώνομαι, βελτιώνομαι, βελτιώνω τη θέση μου 2. (αμτβ.) πηγαίνω καλύτερα στην υγεία μου νεοελλ. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι καλύτερο, βελτιώνω, διορθώνω («προσπαθεί να καλυτερέψει την τύχη του»).… …   Dictionary of Greek

  • κερδίζω — και κερδώ και κερδάω και κερδεύω (ΑΜ κερδίζω) [κέρδος] αποκτώ κέρδος, αποκομίζω όφελος, ωφελούμαι (α. «κέρδισα πολλά από τη φιλία μας» β. «τί κέρδισες;») νεοελλ. 1. βγάζω χρήματα, αποκτώ χρήματα από την εργασία μου («όσα κερδίζει τά σπαταλά σε… …   Dictionary of Greek

  • αιέν αριστεύειν — Ομηρική έκφραση που εκφράζει τη βαθιά ριζωμένη, φυλετική επιθυμία των ανθρώπων της ομηρικής εποχής, για απόλυτη προσωπική διάκριση και υπεροχή. Σημαίνει να είναι κανείς πάντα ο καλύτερος, ο πρώτος. Τη συμβουλή«αιέν αριστεύειν και υπείροχον… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Λάιμπνιτς, Γκότφριντ Βίλχελμ — (Gotfride Wilhelm Leibniz, Λειψία 1646 – Ανόβερο 1716). Γερμανός φιλόσοφος και μαθηματικός. Προερχόμενος από οικογένεια με υψηλές πνευματικές παραδόσεις (ο πατέρας και ο παππούς του υπήρξαν καθηγητές της νομικής στο πανεπιστήμιο της Λειψίας),… …   Dictionary of Greek

  • Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»