-
1 καλυμμένος
[калименос] εκ. покрытыйΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καλυμμένος
-
2 бурт
с.-х. о (μακρόστενος) σωρός λαχανικών (καλυμμένος με άχυρο)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бурт
-
3 дерновый
επ.χλοερός. || καλυμμένος με χλόη. -
4 завуалированный
επ.ατίο μτχ. θαμπός, ασαφής, καλυμμένος, σκεπασμένος. -
5 замаскированный
επ. από μτχ.1. μασκαρεμένος, μεταμφιεσμένος.2. μτφ. κρυφός, μυστικός, καλυμμένος, καμουφλαρισμένος•-ые намерения κρυφές (ύπουλες) διαθέσεις•
в -ом виде καμουφλαρισμένα, καλυμμένα.
-
6 ковровый
επ.του τάπητα, του χαλιού•-ые узоры σχέδια τάπητα•
-ое производство ταπητουργία• παραγωγή ταπήτων.
|| καλυμμένος με τάπητα, ταπητοντυμένος. || ταπητοειδής•-ая ткань ταπητοειδές ύφασμα.
-
7 крытый
επ. από μτχ.σκεπασμένος, καλυμμένος. || που έχει στέγη. -
8 мелкотравчатый
επ.1. παλ. καλυμμένος με χλοώδη στολίδια (για ύφασμα).2. ασήμαντος, αναξιόλογος. -
9 мелкотравье
-я ουδ.1. μικρόχορτο, χαμηλόχορτο.2. τόπος καλυμμένος με χαμηλόχορτο. -
10 обтяжной
επ.1. βλ. обтяжечный.2. καλυμμένος, ντυμένος•-ые пуговицы ντυμένα κουμπιά.
-
11 окутать
ρ.σ.μ.1. περιτυλίγω, περικαλύπτω, κουκουλώνω•окутать ребнка κουκουλώνω το παιδάκι.
2. σκεπάζω, καλύπτω•туман -ал землю η ομίχλη σκέπασε τη γη.
εκφρ.окутанный тайной – καλυμμένος με μυστήριο.τυλίγομαι, κουκουλώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
12 плюшевый
επ.1. του βελούδου κλπ. ουσ.βελούδινος, -δένιος, βελβετίνινος, φέλπινος.2. καλυμμένος με βελούδο•-ая мебель έπιπλο ντυμένο με βελούδο.
-
13 подёрнуть
ρ.σ.μ.(απλ.) βλ. дрнуть (με σημ. λίγο, ελαφρά).(απλ.) πληγώνω, καταθλίβω, καταλυπώ.ρ.σ.μ. καλύπτω, σκεπάζω, θολώνω, σκοτίζω•слёзы -ли взор τα δάκρυα θόλωσαν τα μάτια (την όραση)•
реку -ло льдом (απρόσ.) το ποτάμι σκεπάστηκε από τον πάγο•
подрнут мглой, дымом, туманом καλυμμένος από σκοτάδι, καπνό, ομίχλη.
καλύπτομαι, σκεπάζομαι θολώνω, σκοτεινιάζω. -
14 потный
επ., βρ: -ген -тна -тно.1. ιδρωμένος•-ое лицо ιδρωμένο πρόσωπο•
очень потный καταϊδρωμένος, κάθιδρος.
2. καλυμμένος από λεπτές υδροσταγόνες•-не сткла ιδρωμένα τζάμια.
3. παλ. υγρός νοτερός. -
15 прокоптелый
επ.καπνισμένος, καλυμμένος από καπνιά. -
16 рогожный
επ.ψάθινος. || καλυμμένος με ψαθιά. -
17 скрытый
επ. από μτχ.1. κρυφός, μυστικός.2. καλυμμένος, λανθάνων. -
18 скрыть
скрою, скроешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. скрытый, βρ: скрыт, -а, -оρ.σ.μ.1. κρύβω• καλύπτω, σκεπάζω•тучи -ли солнце τα σύννεφα έκρυψαν τον ήλιο•
скрыть своё волнение κρύβω την ταραχή μου•
скрыть свою радость κρύβω τη χαρά μου.
2. κρατώ μυστικό (από κάποιον).3. εμπεριέχω• ενυπάρχω.κρύβομαι, σκεπάζομαι, καλύπτομαι•скрыть в кустах κρύβομαι στους θάμνους•
преступник смог скрыть ο εγκληματίας μπόρεσε και κρύφτηκε.
|| εξαφανίζομαι, δραπετεύω•Наполеон -лся с острова Эльбы о Ναπολέων δραπέτευσε από το νησί Ελβα.
|| μτφ. παραμένω απαρατήρητος, καλυμμένος. -
19 сусальный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно.1. λεπτότατων φύλλων•-ое серебро ασήμι σε λεπτότατα φύλλα.
|| καλυμμένος (με λεπτότατα φύλλα).2. μτφ. ψεύτικος, απατηλός. -
20 торцовый
επ.1. ακρινός, του άκρου (αντικειμένου).2. καλυμμένος με δοκούς.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
επίτηκτος — ἐπίτηκτος, ον (Α) 1. ο περιχυμένος, καλυμμένος από λειωμένο μέταλλο 2. (ειδ.) επίχρυσος 3. ο καλυμμένος, στολισμένος με χρυσό ή με επίχρυσα κοσμήματα 4. μτφ. τεχνητός, προσποιητός, πλαστός, κίβδηλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τηκτός (< τήκω… … Dictionary of Greek
περιστεγανός — όν, Α 1. καλυμμένος ολόγυρα, καλά στεγασμένος 2. (κατά τον Ησύχ.) «περιστεγανόν περισσῶς στεγανόν». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στεγανός «καλυμμένος με στέγη, καλά στεγασμένος»] … Dictionary of Greek
συγκατηρεφής — ές, Α ο από παντού καλυμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κατηρεφής «σκεπασμένος, καλυμμένος»] … Dictionary of Greek
φολιδωτός — ή, ό / φολιδωτός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α [φολιδοῡμαι] 1. (κυρίως για ερπετό) καλυμμένος με φολίδες, αυτός που έχει λέπια στο δέρμα του (α. «το δέρμα τού φιδιού είναι φολιδωτό» β. «[κροκοδείλου] τὸ δέρμα φολιδωτόν ἐστι», Διόδ.) 2. (για πράγμ.)… … Dictionary of Greek
αιθρία — Η ουρανοφάνεια που διαρκεί επί τουλάχιστον δύο ώρες και δημιουργείται από την απότομη μείωση της νέφωσης από το μέγιστο σημείο (10) της νεφικής κλίμακας (ουρανός νεφοσκεπής) στο σημείο 3 ή και χαμηλότερα (ουρανός καλυμμένος κατά το 1/4 ή και… … Dictionary of Greek
ανθοδέσμη — Η ταξινόμηση των λουλουδιών με κατάλληλο συνδυασμό χρωμάτων και σχήματος, έτσι ώστε να αποτελούν αρμονικό σύνολο, ευχάριστο από αισθητική άποψη. Μία από τις προϋποθέσεις για την επιτυχημένη κατασκευή α. είναι ο τονισμός του φυσικού κάλλους του… … Dictionary of Greek
αποθήκη — η (AM ἀποθήκη) [αποτίθημι] καλυμμένος χώρος προορισμένος για τη διαφύλαξη εμπορευμάτων ή άλλων ειδών νεοελλ. 1. ιδιαίτερος χώρος οχήματος, πλοίου, αμαξοστοιχίας, αεροπλάνου, όπου φυλάσσονται οι αποσκευές κατά τη διάρκεια του ταξιδιού αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
επίσαρκος — ἐπίσαρκος, ον (Α) [σαρξ, ρκός] ο καλυμμένος από σάρκα («ἐπίσαρκον ὀστέον», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek
επίφρακτος — ο [επιφράσσω] 1. καλυμμένος από πάνω, σκεπαστός 2. ναυτ. φρ. α) «επίφρακτο πυροβολείο» το πυροβολείο πολεμικού πλοίου μεταξύ καταστρώματος και υποστρώματος β) «επίφρακτος δρόμων» είδος πολεμικού πλοίου που δεν διαθέτει πυροβόλο πάνω στο… … Dictionary of Greek
επηρεφής — ἐπηρεφής ές (Α) 1. αυτός που κρέμεται από ψηλά, που προεξέχει («κρημνοὶ ἐπηρεφέες», Ομ. Ιλ.) 2. σκεπαστός, θολωτός 3. καλυμμένος, σκεπασμένος με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ηρεφής (< ερέφω «σκεπάζω, στεγάζω»)] … Dictionary of Greek
επιστεφής — ἐπιστεφής, ές (AM) ο καλυμμένος, σκεπασμένος («ὕλης ἀγρίας ἐπιστεφής», Αρχίλ.) μσν. στολισμένος («ἐπιστεφής φρονήσεως ἡ κεφαλή», Ευστ.) αρχ. φρ. «κρητῆρας ἐπιστεφέας οἴνοιο» κρατήρες γεμάτους κρασί μέχρι τη στεφάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + στεφής… … Dictionary of Greek