-
1 καλοφαγάς
[калофагас] ουσ. а. гурман, обжора,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καλοφαγάς
-
2 гастроном
гастрономм1. ὁ γαστρονόμος, ὁ καλοφαγάς·2. (магазин) τό παντοπω-λεῖο[ν], τό ἐδωδιμοπωλειο[ν]. -
3 гурман
гурманм ὁ καλοφαγάς, ὁ φαγάς. -
4 любитель
любительм ὁ φίλος, ὁ λάτρης / ὁ ἐρασιτέχνης (не профессионал):\любитель му́-зыки ὁ φιλόμουσος· \любитель поесть ὁ καλοφαγάς. -
5 гурман
[γκουρμάν] ουσ. α. καλοφαγάς -
6 гурман
[γκουρμάν] ουσ α καλοφαγάς -
7 гастроном
-а α.1. καλοφαγάς, γαστρονόμος, λιχούδης.2. μπακάλικο, εδωδιμοπωλεϊο. -
8 гурман
-а α., -ка, -и θ. καλοφαγάς, καλοστόμαχος, -η.
См. также в других словарях:
καλοφαγάς — ο, θηλ. καλοφαγού αυτός που καλοτρώει, αυτός που τρώει καλή, εκλεκτή και άφθονη τροφή, λιχούδης … Dictionary of Greek
καλοφαγάς — ο θηλ. καλοφαγού εκείνος που καλοτρώει: Οι καλοφαγάδες ξοδεύουν πολλά λεφτά για το φαγητό τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γαστρονόμος — ο 1. ο έμπειρος σε θέματα γαστρονομίας 2. ο καλοφαγάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαστήρ ( στρός) + νομος < νέμω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
ευτραπεζεύομαι — εὐτραπεζεύομαι (Μ) [ευτράπεζος] 1. έχω καλὸ τραπέζι, έχω πολλά και καλά φαγητά 2. είμαι καλοφαγάς, τρώω καλά … Dictionary of Greek
καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… … Dictionary of Greek
καλλιτράπεζος — καλλιτράπεζος, ον (Α) αυτός που αγαπά τα πλουσιοπάροχα γεύματα, ο καλοφαγάς … Dictionary of Greek
οψομανής — ὀψομανής, ές (Α) αυτός που αγαπά υπερβολικά τα όψα, τα ποικίλα εδέσματα, καλοφαγάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψον «τροφή, έδεσμα» + μανής (< μαίνομαι)] … Dictionary of Greek
οψοφάγος — ὀψοφάγος, ὁ (Α) 1. αυτός που τρώει χωρίς ψωμί εδέσματα τα οποία συνήθως συνοδεύονται με ψωμί, ο λαίμαργος 2. αυτός που τού αρέσουν υπερβολικά τα καλά φαγητά, καλοφαγάς 3. ονομασία ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψον «τροφή, έδεσμα» + φάγος (< θ. φάγ ,… … Dictionary of Greek
Θωρ — Θεός της σκανδιναβικής μυθολογίας, γιος του Οντίν και της Γιορντ. Ήταν θεός της βροντής, της αστραπής, των ανέμων και των ευεργετικών βροχών, πατέρας της δύναμης και ανταγωνιστής των γιγάντων. Προστάτευε και υπεράσπιζε τη γη, τους ανθρώπους και… … Dictionary of Greek
λιχούδης, -α, -ικο — αυτός που επιθυμεί τα εκλεκτά φαγητά, ο καλοφαγάς: Το παιδί μου είναι πολύ λιχούδικο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)