Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

καλοΰμαι

  • 1 именоваться

    имен||оваться
    ὁνομάζομαι, λέγομαι, καλοῦμαι.

    Русско-новогреческий словарь > именоваться

  • 2 величать

    ρ.δ.μ.
    1. ονομάζω, αποκαλώ, προσαγορεύω μέγαν, μεγάλον ή με τιμητική προσηγορία•

    его -ли Гомером и Вергилием τον αποκαλούσαν Όμηρο και Βιργίλιο.

    2. τραγουδώ προς τιμήν κάποιου.
    3. εκκλσ. παλ. δοξολογώ, υμνώ.
    1. ονομάζομαι, αποκαλούμαι μέγας ή με τιμητική ονομασία.
    2. δοξολογούμαι, υμνούμαι.
    3. (απλ.) καλούμαι, φωνάζομαι με το πατρώνυμο.
    4.•περηφανεύομαι, καυχιέμαι, επαίρομαι.

    Большой русско-греческий словарь > величать

  • 3 вызвать

    -зову, -зовешь, ρ.σ.μ.
    1. καλώ, φωνάζω•

    вызвать из дому φωνάζω να βγει από το σπίτι•

    вызвать в суд κλητεύω.

    || (ξανα)βγάζω στη σκηνή•

    -ли певца аплодисментами με τα χειροκροτήματα έβγαλαν τον τραγουδιστή στη σκηνή.

    2. καλώ•

    вызвать на соревнование καλώ σέ άμιλλα.

    3. προκαλώ, προξενώ•

    вызвать радость προξενώ χαρά. -насмешки προξενώ τα γέλια•

    вызвать гнев προκαλώ την οργή•

    вызвать аппетит ανοίγω την όρεξη•

    вызвать подозрение εγείρω υποψίες•

    вызвать в память ανακαλώ στη μνήμη•

    вызвать замешательство προξενώ σύγχυση.

    || σηκώνω•

    учитель -ал ученика к доске ο δάσκαλος σήκωσε το μαθητή στον πίνακα•

    это может вызвать взрыв αυτό μπορεί να, προξενήσει έκρηξη.

    καλούμαι• προσφέρομαι.

    Большой русско-греческий словарь > вызвать

  • 4 звать

    зову, зовшь, παρλθ. χρ. звал, -ла, звало, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. званный, βρ: зван, звана, звано
    ρ.δ.μ.
    1. καλώ, φωνάζω•

    -на помощь καλώ σε βοήθεια.

    || προσκαλώ•

    звать к себе в гости προσκαλώ στο σπίτι μου σαν φιλοξενούμενο•

    звать на свадьбу καλώ στο γάμο.

    2. ονομάζω, ονοματίζω•

    его зовут аристократом τον φωνάζουν αριστοκράτη.

    || απρόσ. как вас зовут? πως σας λένε;•

    меня зовут александр με λένε Αλέξανδρο.

    ονομάζομαι, καλούμαι, λέγομαι.

    Большой русско-греческий словарь > звать

  • 5 назвать

    -зову, -зовёшь, παρλθ. χρ. назвал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. названный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ονομάζω, δίνω το όνομα, ονοματίζω, καλώ, λέγω, βγάζω το όνομα• χαρακτηρίζω, λέγω•

    назвать кого дураком λέγω κάποιον βλάκα.

    2. φωνάζω•

    назвать кого по имени φωνάζω κάποιον στο όνομα.

    || κατονομάζω. || τιτλοφορώ.
    3. ανακοινώνω, γνωστοποιώ, λέγω, ομολογώ•

    не -ал их фамилии δεν αποκάλυψε τα επώνυμάτά τους.

    ονομάζομαι, καλούμαι, λέγομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    (γραμμ. στοιχ. βλ. назвать 1)
    προσκαλώ•

    назвать гостей προσκαλώ πολλούς φιλοξενουμένους.

    προσκαλούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > назвать

  • 6 окликаться

    -ается
    ρ.δ.
    1. παλ. βλ. окликнуть.
    1. καλούμαι, με φωνάζει.
    2. αλληλοκαλούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > окликаться

  • 7 призывать

    ρ.δ.
    βλ. призвать.
    καλούμαι, προσκαλούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > призывать

  • 8 требовать

    -бую, -буешь
    ρ.δ.
    1. απαιτώ, αξιώνω, ζητώ•

    требовать повышения зарплаты ζητώ αύξηση αποδοχών•

    требовать объяснений ζητώ εξηγήσεις•, требовать точного исполнения распоряжений απαιτώακριβή εκτέλεση των διαταγών•

    требовать много ζητώπολλά•

    требовать уплаты долга ζητώ εξόφληση του χρέους.

    2. χρειάζομαι, έχω ανάγκη• θέλω•

    больной -ет покоя ο άρρωστος θέλει ησυχία•

    растния -ют ухода τα φυτά θέλουν περιποίηση.

    || καλώ, ζητώ•

    его -ют в суд τον ζητούν στο δικαστήριο•

    меня -ют домой με ζητούν να πάωστο σπίτι.

    απαιτούμαι, χρειάζομαι• ζητούμαι•

    -ется рабочая сила ζητείται εργατική δύναμη•

    -ются рабочие ζητούνται εργάτες•

    -ется ремонт χρειάζεται (να γίνει) επισκευή.

    || καλούμαι, με καλούν, με ζητούν.

    Большой русско-греческий словарь > требовать

См. также в других словарях:

  • καλούμαι — 1 καλέστηκα, καλεσμένος βλ. πίν. 78 2 κλήθηκα βλ. πίν. 163 Σημειώσεις: καλούμαι : οι τύποι καλέστηκα (να καλεστώ κτλ.) και καλεσμένος χρησιμοποιούνται κυρίως με την έννοια → προσκαλούμαι, ενώ οι τύποι κλήθηκα (να κληθώ κτλ.) με την έννοια → μου… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καλοῦμαι — καλέω call fut ind mid 1st sg (attic epic doric) καλέω call pres ind mp 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλοῦμ' — καλοῦμαι , καλέω call fut ind mid 1st sg (attic epic doric) καλοῦμαι , καλέω call pres ind mp 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλώ — (AM καλῶ, έω, Α αιολ. τ. κάλημι) 1. ζητώ από κάποιον να έρθει κοντά μου (α. «κάλεσε την πυροσβεστική γρήγορα» β. «εἰς ἀγορὴν καλέσαντα... Ἀχαιούς», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον για χορό, δείπνο, γιορτή κ.λπ., συγκεντρώνω άτομα με πρόσκληση (α.… …   Dictionary of Greek

  • στρατεύω — (I) ΝΜΑ [στρατός] (μέσ. και παθ.) στρατεύομαι καλούμαι και κατατάσσομαι στον στρατό, καλούμαι να υπηρετήσω ως στρατιώτης νεοελλ. μέσ. 1. μτφ. (το μέσ.) στρατεύομαι τάσσομαι στην υπηρεσία ενός σκοπού 2. (η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) στρατευόμενος …   Dictionary of Greek

  • όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… …   Dictionary of Greek

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»