Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

καλλιτέχνημα

См. также в других словарях:

  • καλλιτέχνημα — το (Μ καλλιτέχνημα) [καλλιτεχνώ] το καλλιτεχνικό δημιούργημα, το έργο τέχνης νεοελλ. καθετί που έχει δουλευτεί με καλαισθησία, το κομψοτέχνημα …   Dictionary of Greek

  • καλλιτέχνημα — το έργο τέχνης, κομψοτέχνημα: Ο πίνακας αυτός είναι καλλιτέχνημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αισχρούργημα — το (Μ αἰσχρούργημα) νεοελλ. κακότεχνο έργο, τερατούργημα, εξάμβλωμα (αντίθ. καλλιτέχνημα) μσν. αισχρή πράξη, ασχημία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρουργῶ. ΠΑΡ. νεοελλ. αισχρουργηματικός] …   Dictionary of Greek

  • αριστοτέχνημα — το 1. άριστο έργο τέχνης, το αριστούργημα 2. (κατ επέκτ.) κάθε έργο που διακρίνεται από έξοχη επιτυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + τέχνημα < τεχνώ «κατασκευάζω κάτι με τέχνη» (πρβλ. καλλιτέχνημα, κομψοτέχνημα κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται στον… …   Dictionary of Greek

  • δημιούργημα — το (AM δημιούργημα) [δημιουργώ] έργο εμπνευσμένου δημιουργού, καλλιτέχνημα νεοελλ. 1. αποτέλεσμα δημιουργικών δυνάμεων και επιδράσεων («δημιούργημα πολλών κόπων και προσπαθειών») 2. φρ. α) «δημιουργήματα τής φαντασίας σου» ανυπόστατες,… …   Dictionary of Greek

  • επιχρύσωση — Τεχνική της επικάλυψης διαφόρων αντικειμένων από μέταλλο, ξύλο, πηλό κ.ά. με χρυσό. Η ε. πραγματοποιείται με ποικίλες μεθόδους· με χρυσό σε φύλλα, σε πλάκες, σε αμάλγαμα, σε ρινίσματα, με θέρμανση ή χωρίς θέρμανση, με μηχανικά ή χημικά μέσα,… …   Dictionary of Greek

  • ιντάλιο — το (άκλιτ.) 1. γλυφή ή χάραξη σε μέταλλο ή άλλη σκληρή ύλη 2. η τορνευτική ή το καλλιτέχνημα που δημιουργείται με την τόρνευση. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. ιταλ. intaglio «γλυπτό»] …   Dictionary of Greek

  • καλλιούργημα — καλλιούργημα, τὸ (Α) [καλλιουργώ] έργο τέχνης, καλλιτέχνημα …   Dictionary of Greek

  • λεπτοτέχνημα — το καλλιτέχνημα που είναι επεξεργασμένο με μεγάλη λεπτότητα, λεπτούργημα, κομψοτέχνημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται στον πληθ. λεπτοτεχνήματα από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • μάρμαρο — Ασβεστόλιθος οργανικής προέλευσης με σακχαρώδεις κόκκους, ο οποίος προέκυψε ύστερα από έντονες διεργασίες μεταμόρφωσης. Αυτές επέφεραν μια πλήρη ανακρυστάλλωση του ανθρακικού ασβεστίου, το οποίο αποτελεί τη μάζα του πετρώματος· επίσης είναι συχνή …   Dictionary of Greek

  • μάρμαρος — μάρμαρος, ὁ (Α) 1. πέτρα κρυσταλλικής φύσης που αστράφτει στο φως 2. το μάρμαρο 3. έργο, καλλιτέχνημα από μάρμαρο 4. πέτρα τάφου, ταφόπετρα 5. κομμάτια που σπάζουν καθώς κόβεται ή πελεκιέται το μάρμαρο 6. ως επίθ. μάρμαρος, ον αυτός που λάμπει,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»