Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κακώς

  • 1 κακώς

    [какое] εκίρ. нехороший

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κακώς

  • 2 неправильно

    επίρ.
    όχι σωστά• αντικανονικά, εσφαλμένα, λαθεμένα• κακώς•

    неправильно информировать κακώς πληροφορώ•

    неправильно истолковать κακώς ερμηνεύω (παρερμηνεύω)•

    неправильно понимать κακώς εννοώ παρανοώ•

    неправильно судить εσφαλμένα κρίνω•

    неправильно произносить δεν προφέρω σωστά.

    Большой русско-греческий словарь > неправильно

  • 3 плохо

    1. επίρ. κακά, κακώς, άσχημα•

    он плохо поёт αυτός άσχημα τραγουδάει•

    она плохо ведёт себя αυτή άσχημα συμπεριφέρεται•

    он плохо себя чувствует αυτός αισθάνεται τον εαυτό του άσχημα•

    он плохо одевается αυτός κακοντύνεται•

    семья плохо живт η οικογένεια κακοζεί•

    плохо обращаться с людьми κακοσυμπεριφέρομαι με τους ανθρώπους.

    2. ως κατηγ. είναι άσχημα•

    ему очень плохо αυτός είναι πολύ άσχημα.

    3. ουσ. ο σχολικός βαθμός «κακώς» получать плохо παίρνω βαθμό «κακώς».
    εκφρ.
    плохо–плохо – (απλ.)το λιγότερο, το κατώτερο•
    он плохо–плохо двести рублей в месяц зарабатывает – αυτός το λιγότερο διακόσια ρούβλια το μήνα βγάζει με τη δουλειά.

    Большой русско-греческий словарь > плохо

  • 4 плохо

    плохо 1. нареч. άσχημα* κακά, κακώς (скверно я \плохо себя чувствую αισθάνομαι άσχημα; \плохо играть παίζω άσχημα 2. предик, είναι άσχημα; мне \плохо είμαι άσχημα
    * * *
    1. нареч.
    άσχημα; κακά, κακώς ( скверно)

    я пло́хо себя́ чу́вствую — αισθάνομαι άσχημα

    пло́хо игра́ть — παίζω άσχημα

    2. предик.

    мне пло́хо — είμαι άσχημα

    Русско-греческий словарь > плохо

  • 5 плохо

    плохо
    1. нареч κακά, κακώς, ἀσχημα:
    \плохо готовить κακομαγειρεύω· \плохо считать μετρῶ λαθεμένα· \плохо обращаться с кем-л. κακομεταχειρίζομαι κάποιον \плохо жить κακοπερνῶ, φυτοζωῶ· он \плохо выглядит ἡ δψη του δείχνει ἀσχημα· я себя \плохо чу́вствую αἰσθάνομαι ἄσχημα· дело \плохо кончится ἡ δουλειά θά ἔχει ἀσχημο τέλος· очень \плохо πολύ κακά, πολύ ἄσχημα· из рук вой \плохо разг κακά καί ψυχρά·
    2. предик безл εἶναι ἄσχημα, δέν εἶναι καλά:
    ему́ о́чень \плохо εἶναι πολύ ἀσχημά это \плохо1 αὐτό εἶναι ἀσχημο!· у него с деньгами \плохо ἀπό λεφτά δέν πάει καλἄ здесь \плохо ἐδῶ εἶναι ἀσχημα·
    3. с (отметка) κακῶς· ◊ он \плохо кончит θά ἔχει κακό τέλος.

    Русско-новогреческий словарь > плохо

  • 6 превратно

    превра́тн||о
    нареч στραβά, ἐσφαλμένα, κακώς, ἀνάποδα:
    \превратно истолковать παρανοώ, κακώς ἀντιλαμβάνομαι, παρεξηγώ.

    Русско-новогреческий словарь > превратно

  • 7 неладно

    επίρ.
    1. κακώς.
    2. αντικανονικά απρεπώς.
    3. έχει κακώς, δεν πάει καλά•

    что-то с сестрой неладно δεν τα πάει καλά με την αδερφή.

    Большой русско-греческий словарь > неладно

  • 8 вышвыривать

    вышвыривать
    несов, вышвырнуть сов разг ρίχνω (или πετώ) δξω, βγάζω ἔξω, διώχνω κακήν κακώς.

    Русско-новогреческий словарь > вышвыривать

  • 9 ложный

    ложн||ый
    прил
    1. ψεύτικος, ψευδής, κάλπικος:
    \ложныйая тревога ψεύτικος συναγερμός·
    2. (ошибочный) λαθεμένος, λανθασμένος·
    3. (о чувстве, скромности и т. п.) κακῶς ἐννοούμενος· ◊ в \ложныйом свете διαστρεβλωμένα· на \ложныйом пути σέ λαθεμένο δρόμο.

    Русско-новогреческий словарь > ложный

  • 10 нехорошо

    нехорош||о
    1. нареч ἄσχημα, κακά, κακώς:
    я чу́вствую себя \нехорошоό αίσθάνομαι τόν ἐαυτό μου ἄσχημα, δέν αίσθάνομαι τόν ἐαυτό μου καλά·
    2. предик. безл δέν εἶναι κάλο, εἶναι κακόν:
    это \нехорошоо́ δέν εἶναι κάλο αὐτό· \нехорошоо так поступать δέν εἶναι κάλο νά φέρεσαι ἔτσι.

    Русско-новогреческий словарь > нехорошо

  • 11 треск

    треск
    м
    1. τό τρίξιμο[ν], ὁ τριγμός:
    \треск су́чьев τό τρίξιμο των κλαδιών \треск кузнечиков τό τριζόνισμα· \треск выстрелов τό κροτάλισμα τών πυροβολισμών \треск барабана ἡ τυμπανοκρουσία· \треск мотора ὁ κρότος τοῦ μοτέρ·
    2. (шумиха) ὁ θόρυβος, ἡ φασαρία, ὁ πάταγος:
    с \треском выгнать διώχνω μετά μουσικής, διώχνω κακήν-κακώς· ◊ с \треском провалиться ἀποτυγχάνω παταγωδώς.

    Русско-новогреческий словарь > треск

  • 12 нехорошо

    [νιχαρασό] επίρ. άσχημα, κακώς

    Русско-греческий новый словарь > нехорошо

  • 13 нехорошо

    [νιχαρασό] επίρ άσχημα, κακώς

    Русско-эллинский словарь > нехорошо

  • 14 вышибить

    -бу, -бешь, παρλθ. χρ. вышиб, -ла, -ло ρ.σ.μ.
    1. σπάζω, θραύω•

    вышибить дверь σπάζω την πόρτα.

    || χτυπώ.
    2. διώχνω βάναυσα, μέ τις σπρωξιές, σπρώχνω•

    вышибить пьяного из пивной, βγάζω έξω από τη μπυραρία το μεθυσμένο κακήν κακώς.

    3. απολύω, αποβάλλω, διώχνω• διαγράφω (από υπηρεσία, σχολείο).
    εκφρ.
    вышибить дух – χτυπώ ώσπου να βγει η ψυχή.

    Большой русско-греческий словарь > вышибить

  • 15 лихо

    ουδ.
    (παλ. κ. απλ.) κακό, δυστυχία, συμφορά•

    от -а не уйдёшь από το κακό δε θα γλυτώσεις.

    εκφρ.
    не поминать -ом кого – δεν κρατώ κακία για κάποιον ή δεν μνησικακώ για κάποιον•
    узнать, почём фунт -а – ξέρω τι θα πεί δυστυχία•
    хватить ή хлебнуть -а – περνώ πολλά βάσανα, μεγάλη δυστυχία.
    επίρ.
    1. επίρ. κακώς, βλαβερά, μοχθηρά.
    2. ως κατηγ. είναι άσχημα, βαριά.

    Большой русско-греческий словарь > лихо

  • 16 лягать

    ρ.δ. μ.
    1. λακτίζω, κλωτσώ (για χηλοφόρα ζώα).
    2. μτφ. θίγω, προσβάλλω, διώχνω κακήν-κακώς.
    λακτίζω, κλωτσώ•

    лошадь -ется το άλογο κλωτσά.

    || αλληλολακτίζομαι, αλληλοκλωτσιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > лягать

  • 17 мутить

    мучу, мутишь
    ρ.δ.μ.
    1. θολώνω•

    мутить воду θολώνω το νερό.

    2. μτφ. συγχύζω, σκοτίζω.
    3. αναστατώνω, διεγείρω, προδιαθέτω κακώς, στρέφω ενάντια.
    4. απρόσ. έχω τάση για εμετό.
    εκφρ.
    мутить воду – θολώνω τα νερά (συγχέω τα πράγματα).
    1. θολώνω, γίνομαι θολός. || θαμπώνω•

    глаза -лись τα μάτια θάμπωσαν.

    2. (συ)σκοτίζομαι, συγχύζομαι•

    мысли -ятся οι σκέψεις συσκοτίζονται•

    ум -ится το μυαλό σκοτίζεται.

    3. παλ. αναστατώνομαι, ταράσσομαι, ανησυχώ.
    4. θολώνω.
    εκφρ.
    - ится в голове – ζαλίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > мутить

  • 18 негладко

    επίρ.
    άσχημα, κακώς•

    негладко читает, пишет άσχημα διαβάζει και γράφει•

    дело идёт негладко η δουλειά δεν πάει ρέγουλα.

    Большой русско-греческий словарь > негладко

  • 19 нездорово

    επίρ.
    κακώς στην υγεία. || ως κατηγ. είναι ανθυγιεινό•

    нездорово пить много кофе είναι ανθυγιεινό το να πίνεις πολΰ καφέ.

    || ως κατηγ. όχι καλά• δυσάρεστα πράγματα•

    дома нездорово στο σπίτι συμβαίνουν δυσάρεστα.

    Большой русско-греческий словарь > нездорово

  • 20 нелестно

    επίρ.
    1. όχι καλά, κακώς.
    2. δυσμενώς•

    он отозвался нелестно о вас αυτός εκφράστηκε δυσμενώς για σας.

    Большой русско-греческий словарь > нелестно

См. также в других словарях:

  • κακῶς — κακός bad adverbial κακόω maltreat pres ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακώς — κακός bad masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάκως — κακόω maltreat imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σὺ δὲ ταῦτα αἰσχρῶς μὲν ἔσπειρας, κακῶς δὲ ἐθέρισας. — См. Что ты посеял, то и жни …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… …   Dictionary of Greek

  • πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το …   Dictionary of Greek

  • ORIGENES — auctor Ecclesiasticus, Alexandrinus, fil. Leonidae martyris, sub Severo: discipulus Clementis Alexandr. vide infra, cui successit. Mortuô patre, in summa rerum inopia, bonis videlicet fisco addictis, feminae cuiusdam opulentae munificentiâ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… …   Dictionary of Greek

  • κακηγκάκως — (Α, Μ κακεγκάκως και κακιγκάκως) επίρρ. κακήν κακώς, άθλια. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. προήλθε από εκφράσεις που λέγονταν αρχικά μόνο για θηλυκά, π.χ. τὴν ἐξολόθρευσε, κακήν (οὖσαν), κακῶς] …   Dictionary of Greek

  • κακοσύστατος — κακοσύστατος, ον (Α) αυτός που έχει συσταθεί κακώς, που έχει διαμορφωθεί ελλιπώς σε ένα όλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * (< επίρρ. κακῶς) + συνίστημι] …   Dictionary of Greek

  • μασταρύζω — και μαστηρύζω και μασταρίζω (Α) 1. (για γέροντα) προφέρω κάτι ασαφώς σαν να έχω το στόμα μου γεμάτο, τραυλίζω, φαφουτίζω («ὁ δ ὑπὸ γήρως μασταρύζει», Αριστοφ.) 2. (κατά τον Φώτ.) «μαστηρύζειν τὸ κακῶς μασᾱσθαι, Κυρηναῑοι» 3. (κατά τον Ησύχ.)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»