-
1 Criminal
subs.——————adj.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Criminal
-
2 Mischievous
adj.Harmful: P. ζημιώδης, ἐπιζήμιος, βλαβερός, ἀνεπιτήδειος, P. and V. ἀσύμφορος, κακός, κακοῦργος, νοσώδης, V. λυμαντήριος, Ar. and V. ἀτηρός.Spiteful: P. and V. φθονερός. ἐπίφθονος.Troublesome: Ar. and P. χαλεπός.Saucy: P. ὑβριστικός.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Mischievous
-
3 преступник
ο εγκληματίας, ο κακούργος-ца η εγκληματίας, η κακούργαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > преступник
-
4 злодей
злодейм ὁ κακούργος, ὁ ἐγκληματίας. -
5 злодейский
злодей||скийприл κακούργος, ἐγκληματικός, ἀπάνθρωπος. -
6 злоумышленник
злоумышленникм ὁ ἐγκληματίας, ὁ κακούργος. -
7 преступник
престу́пн||икм ὁ ἐγκληματίας, κακούργος:военный \преступник ὁ ἐγκληματίας πολέμου· уголовный \преступник ὁ κοινός ἐγκληματίας. -
8 злодей
[ζλαντιέϊ] ουσ. α. κακούργος -
9 злодей
[ζλαντιέϊ] ουσ α κακούργος -
10 вор
-а, πλθ. воры, -ов α.1. κλέφτης• λωποδύτης• λαθροχέρης. || διαρρήχτης, τοιχωρύχος.2. παλ. άπιστος• κακούργος. -
11 душегуб
-а α. (παλ. κ. απλ.) στραγγαλιστής, φονιάς, κακούργος. -
12 дьявольский
επ.1. διαβολικός• διαβολεμένος•-ое наваждение διαβολικό φάντασμα•
дьявольский характер διαβολεμένος χαρακτήρας.
2. πολύ μεγάλος, καταπληκτικός•-ое терпение γαϊδουρινή υπομονή.
3. κακούργος, δόλιος ύπουλος•-ая улыбка διαβολικό χαμόγελο.
|| βαρύς, δύσκολος, επαχθής•-ая работа δουλιά του διαβόλου•
-ая погода διαβολόκαιρος.
-
13 живорез
-а α. (απλ.) σφαγιαστής, σφάχτης, κακούργος• ληστής. -
14 злодей
-я α.κακοποιός. || κακούργος, εγκληματίας. || παλ. θεατρικός ρόλος κακοποιού. -
15 злоумышленник
-а α.-ца, -ы θ. παλ. κακούργος• κακοποιός, εγκληματίας. -
16 злоумышленный
ε π. παλ. κακόβουλος, κακοποιός, κακούργος, εγκληματικός. -
17 злыдень
-дня α. παλ. απατεώνας, κατεργάρης, λωποδύτης. || κακούργος, κακοποιός. -
18 извести
-веду, -ведёшь, παρλθ. χρ. извёл, -вела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. изведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изведённый, βρ: -дён, -дена, -дено ρ.σ.μ.1. ξοδεύω, δαπανώ• καταναλώνω•извести много денег ξοδεύω πολλά χρήματα•
извести много бумаги καταναλώνω πολύ χαρτί.
2. εξοντώνω, εξολοθρεύω, καταστρέφω, αφανίζω, ξεκάνω•извести мышей εξολοθρεύω τα ποντίκια•
этот злодей хотел меня извести αυτός ο κακούργος ήθελε να με εξοντώσει•
извести леса καταστρέφω τα δάση.
-
19 ирод
-а α. παλ.κακούργος, τύραννος, τέρας (από το όνομα του Ηρώδη). -
20 Каин
-а α.Κάιν, Κάης, κακούργος, φονιάς. || αδελφοκτόνος.
См. также в других словарях:
κακούργος, -α, -ο — και ικο 1. ως ουσ., εγκληματίας, κακοποιός: Οι κακούργοι κλείνονται στις φυλακές. 2. σκληρός: Μ έφαγες, κακούργα. 3. εγκληματικός: Έχει κακούργα ένστικτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακοῦργος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακούργος — α, ο και ικο (AM κακοῡργος, ον, Α ποιητ. τ. κακοεργής, ές και κακοεργός, όν) 1. ως ουσ. ο κακούργος, η κακούργα, το κακούργο και κακούργικο ένοχος κακουργήματος, κακοποιός, εγκληματίας («ἐσταύρωσαν αὐτὸν καὶ τοὺς κακούργους, ὃν μὲν ἐκ δεξιῶν ὃν… … Dictionary of Greek
κακουργότερον — κάκουργος doing ill adverbial comp κάκουργος doing ill masc acc comp sg κάκουργος doing ill neut nom/voc/acc comp sg κακοῦργος adverbial comp κακοῦργος masc acc comp sg κακοῦργος neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακουργοτάτων — κάκουργος doing ill fem gen superl pl κάκουργος doing ill masc/neut gen superl pl κακοῦργος fem gen superl pl κακοῦργος masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακουργοτέρων — κάκουργος doing ill fem gen comp pl κάκουργος doing ill masc/neut gen comp pl κακοῦργος fem gen comp pl κακοῦργος masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακουργότατα — κάκουργος doing ill adverbial superl κάκουργος doing ill neut nom/voc/acc superl pl κακοῦργος adverbial superl κακοῦργος neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακουργότατον — κάκουργος doing ill masc acc superl sg κάκουργος doing ill neut nom/voc/acc superl sg κακοῦργος masc acc superl sg κακοῦργος neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακούργω — κάκουργος doing ill masc/fem/neut nom/voc/acc dual κάκουργος doing ill masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) κακοῦργος masc/fem/neut nom/voc/acc dual κακοῦργος masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακούργως — κάκουργος doing ill adverbial κάκουργος doing ill masc/fem acc pl (doric) κακοῦργος adverbial κακοῦργος masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοεργόν — κακοῦργος masc/fem acc sg (epic) κακοῦργος neut nom/voc/acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)