-
1 κακία
[какиа] ουσ. Θ. злоба, злость.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κακία
-
2 зло
I зло Ι с το κακό, η κακία II зло II нареч. μοχθηρά, με κακία* * *I сτο κακό, η κακίαII нареч.μοχθηρά, με κακία -
3 злоба
-ы θ.κακία, μοχθηρία, μνησικακία•питать -у против кого-н. τρέφω κακία για κάποιον•
затаить -у κρύβω την κακία.
εκφρ.злоба дня – το κύρι,ο θέμα της μέρας•на -у дня – το φλέγον ζήτημα•дышать -ой – σκάζω από το•иаио, – πνίγομαι από την οργή. -
4 злоба
-
5 злость
-
6 зло
зло Iс τό κακό:причинять \зло кому-л. κάνω κακό σέ κάποιον употреблять что-либо во \зло καταχρώμαι, χρησιμοποιώ για τό κακό· ◊ корень зла ἡ ρίζα τοῦ κακοῦ· из двух зол выбирают меньшее δύο κακών προκειμένων τό μή χείρον βέλτισ-τον.зло IIнареч κακόβουλα, κακοβούλως, μοχθηρά, μέ κακία[ν]:\зло отвечать кому́-либо ἀπαντῶ σέ κάποιον μέ κακία. -
7 злобствовать
злобствоватьнесов βράζω ἀπό κακία, κρατῶ (или βαστώ) κακία. -
8 злость
злостьж ἡ κακία, ἡ κακοβουλία, ἡ κακεντρέχεια, ἡ μοχθηρία / ὁ θυμός, ἡ παράφορα, ἡ λύσσα (ярость):его́ \злость берет λυσσάει· говорить со \злостью ὁμιλώ μέ κακία. -
9 лихо
лихо Iс (зло) ἡ μνησικακία· ◊ поминать \лихом μνησικακώ, κρατώ κακία· не поминайте \лихом μή μοῦ κρατάτε κακία.ли́хо IIнареч λεβέντικα, παλληκαρἡ-σια -
10 зло
-а, πλθ. μόνο γεν. зол ουδ.1. κακό•причинить зло кому-н. προξενώ (κάνω) κακό σε κάποιον•
желать зла кому θέλω το κακό κάποιου•
употреблять что-л. во зло κάνω κατάχρηση ενός πράγματος•
пресечь зло в корне ξεριζώνω το κακό.
2. δυστυχία, ατυχία•корень зла η ρίζα του κακού•
из двух зол выбирать меньшее εκ δύο κακών το μη χείρον βέλτιστον•
платить злом за добро από το καλό σου να βρεις το διάβολο σου• αντί του μάνα χολή.
3. κακία, θυμός φούρκα•со зла από το κακό (μου, του κ.τ.τ.)• зло обращаться с кем-л. κακομεταχειρίζομαι κάποιον•
зло подшутить над кем χλευάζω κάποιον•
зло улыбнуться χαμογελώ με κακία•
зло кусаться τρώγω τα νύχια από το κακό μου.
-
11 злой
επ., βρ: зол, зла, зло; злейший.1. κακός•злой человек κακός άνθρωπος•
-е начало κακή αρχή•
злой дух το κακό πνεύμα•
злой умысел κακός σκοπός, κακή πρόθεση•
быть злым на кого-Η. είμαι κακοδιατεθημένος προς κάποιον•
злэ.я судьба κακή τύχη•
злой недуг κακιά άρρωστεια•
злое дело κακή πράξη.
2. όλος κακία.3. οργισμένος, αγριεμένος.4. καυτερός, οξύς•-я горчица καυτερό σινάπι•
злой перец καυτερό πιπέρι•
злой табак βαρύς καπνός.
|| μτφ. δηκτικός•злой фельетон δηκτική επιφυλλίδα•
-я карикатура δηκτική γελοιογραφία•
злой язык δηκτική (φαρμακερή) γλώσσα.
5. δυνατός, γερός•злой мороз δυνατό κρύο•
-я буря δυνατή θύελλα.
|| μανιώδης•злой рыбак μανιώδης ψαράς.
εκφρ.- ые языки – οι κακές γλώσσες, τα κακά στόματα (κουτσομπόληδες, συκοφάντες κ.τ.τ.). -
12 злоба
злоб||аж ἡ κακία, ἡ Εχθρα, τό μίσος:по \злобае ἀπό μίσος, ἀπό ἔχθρα· питать \злобау против кого́-л. δέν χωνεύω κάποιον, ἐχθρεύομαι κάποιον ◊ на \злобау дня τό φλέγον, τό ἐπίμαχον ζήτημα. -
13 злорадно
злорад||нонареч χαιρέκακα, μέ χαιρε-κακία[ν]. -
14 кипеть
кип||етьнесов1. (о жидкости) βράζω (άμετ.), ζέω:\кипеть ключом κοχλάζω, χοχ-λάζω· медленно \кипеть σιγοβράζω·2. (о реке и т. ἡ.) ἀφρίζω·3. перен:\кипеть злобой βράζω ἀπό κακία· во мне все \кипетьит βράζω ολόκληρος· 4· перен (быть в разгаре) βράζω:работа \кипетьи́т ἡ δουλειά βράζει. -
15 недобрый
недобр||ыйприл1. κακός, ἄγριος, σκληρός / ἐχθρικός (враждебный):\недобрый взгляд τό ἄγριο βλέμμα· питать \недобрыйые чувства к кому́-л. αἰσθάνομαι ἐχθρα γιά κάποιον, κρατῶ κακία κάποιου·2. (плохой) κακός, δυσάρεστος, ἀσχημος:\недобрыйая весть ἡ δυσάρεστη είδηση· \недобрыйое предчувствие ἡ δυσάρεστη προαίσθηση· заслужить \недобрыйую славу ἀποκτῶ κακή φήμη· замышлять что-то \недобрыйое ἔχω κακές προθέσεις. -
16 озлобление
озло́б||лениес ἡ ἐχθρότητα, ἡ Εχθρα, ἡ ὀργή, ἡ ἀγριάδα, τό ἀχτι / ἡ κακία (злость). -
17 озлобленный
озло́б||ленный1. прич. от озлобить12. прил ἐξοργισμένος, γεμάτος ἐχθρα, γεμάτος κακία, ἐξαγριωμένος:\озлобленныйленный вид ἡ ὀγρια ὀψη. -
18 пазуха
пазух||аж1. ὁ κόρφος, ὁ κόλπος:положить за \пазухау βάζω στον κόρφο· вынуть из-за \пазухаи βγάζω ἀπό τόν κόρφο μου·2. анат. ἡ κοιλότης, τό ἄντρον:ло́бная\пазуха τό μετωπιαίον ἄντρον ◊ держать камень за \пазухаой κρατώ κακία. -
19 поминать
помина||тьнесов1. κάνω μνείαν, μνημονεύω, ἀναφέρω:\поминать добрым словом разг λέγω ἕνα καλό λόγο γιά κάποιο·2. церк. μνημονεύω· ◊ не \поминатьйте лихом! разг ιιή μοῦ κρατάτε κακία!· \поминатьй как звали разг ἔγινε ἄφαντος, ἀπό δῶ πδν κι ἄλλοι. -
20 принести
принестисов см. приносить· ◊ принесла его́ нелегкая κακιά ὠρα τόν Εφερε.
См. также в других словарях:
κακία — κακίᾱ , κακία badness fem nom/voc/acc dual κακίᾱ , κακία badness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακίᾳ — κακίαι , κακία badness fem nom/voc pl κακίᾱͅ , κακία badness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάκια — και κακιά, η 1. έχθρα, εχθρότητα, μνησικακία, κάκιωμα («από τότε μού κρατάει κάκια») 2. ψυχρότητα μεταξύ πρώην φίλων, διαταραχή τών σχέσεων μεταξύ φίλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρ. κακίζω, υποχωρητικά] … Dictionary of Greek
κακία — η (AM κακία) [κακός] 1. η ιδιότητα τού κακού ανθρώπου, η έλλειψη αρετής, η κακοήθεια 2. πονηρία, μοχθηρία, κακεντρέχεια 3. σκληρότητα νεοελλ. μσν. 1. οργή, θυμός 2. έχθρα, μίσος μσν. 1. ατιμία, ανηθικότητα 2. αλαζονεία, φιλοδοξία 3. μνησικακία… … Dictionary of Greek
κακιά — ἡ βλ. κάκια … Dictionary of Greek
κακία — η η ιδιότητα του κακού ανθρώπου, κακότητα: Η κακία σου δεν έχει όρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κακιά Σκάλα — Απότομη και απόκρημνη ακτή του Σαρωνικού, νοτιοανατολική απόληξη των Γερανείων, που βρίσκεται Δ των Μεγάρων. Από την περιοχή αυτή περνούν η σιδηροδρομική γραμμή Αθήνας Πελοποννήσου, η παλαιά και η νέα εθνική οδός Αθηνών Κορίνθου. Στην αρχαιότητα… … Dictionary of Greek
κακίας — κακίᾱς , κακία badness fem acc pl κακίᾱς , κακία badness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακίαι — κακία badness fem nom/voc pl κακίᾱͅ , κακία badness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακίαν — κακίᾱν , κακία badness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακιῶν — κακία badness fem gen pl κακίζω abuse fut part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)