-
1 whatsoever
καθόλου -
2 hiç
καθόλου, διόλου, ποτέ -
3 katiyen
καθόλου, διόλου, κατηγορηματικά -
4 ничуть
ничуть καθόλου, ούτε μια στάλα· я \ничуть не устал καθόλου δεν κουράστηκα* * *καθόλου, ούτε μια στάλαя ничу́ть не уста́л — καθόλου δεν κουράστηκα
-
5 совершенно
совершенно τελείως, εντελώς; ολότελα (полностью) καθόλου (при отрицании)' \совершенно верно! πολύ σωστά! вы \совершенно правы έχετε απόλυτα δίκ(α)ιο; вы \совершенно не правы δεν έχετε καθόλου δίκ(α)ιο* * *τελείως, εντελώς; ολότελα ( полностью); καθόλου ( при отрицании)соверше́нно ве́рно! — πολύ σωστά!
вы соверше́нно пра́вы — έχετε απόλυτα δίκ(α)ιο
вы соверше́нно не-пра́вы — δεν έχετε καθόλου δίκ(α)ιο
-
6 совсем
совсем ολότελα, εντελώς; καθόλου (при отрицании)' \совсем не так δεν είναι καθόλου έτσι* * *ολότελα, εντελώς; καθόλου ( при отрицании)совсе́м не так — δεν είναι καθόλου έτσι
-
7 отнюдь
επίρ.καθόλου, διόλου•я отнюдь не верю его обещаниям εγώ καθόλου δεν πιστεύω στις υποσχέσεις του•
я отнюдь не отказываюсь καθόλου δεν αρνιέμαι•
он отнюдь не такого мнения αυτός καθόλου δεν έχει τέτοια γνώμη.
-
8 нисколько
нисколько1. мест, (ничего) τίποτε:сколько тетрадей он принес? \нисколько нисколько πόσα τετράδια ἐφερε; \нисколько κανένα· денег нет \нисколько δέν ἔχω καθόλου χρήματα·2. нареч (ничуть) καθόλου, διόλου, ποσώς:он \нисколько не обиделся δεν θύμωσε καθόλου. -
9 no
[nəu] 1. adjective1) (not any: We have no food; No other person could have done it.) καθόλου,κανένας2) (not allowed: No smoking.) απαγορεύεται3) (not a: He is no friend of mine; This will be no easy task.) καθόλου2. adverb(not (any): He is no better at golf than swimming; He went as far as the shop and no further.) καθόλου3. interjection(a word used for denying, disagreeing, refusing etc: `Do you like travelling?' `No, (I don't).'; No, I don't agree; `Will you help me?' `No, I won't.') όχι4. noun plural( noes)1) (a refusal: She answered with a definite no.) όχι,άρνηση2) (a vote against something: The noes have won.) αρνητική ψήφος•- nobody5. noun(a very unimportant person: She's just a nobody.) τίποτα,ασήμαντο πρόσωπο- no-one- there's no saying
- knowing -
10 грош
-а α.1. γρόσι.2. πλθ. -и, -ей λίγα χρήματα•это стоит -и αυτό κοστίζει φτηνά.
3. πλθ. -и, -ей (διαλκ.) χρήματα.εκφρ.грош цена ή -а медного (ή ломаного) не стоит – τίποτε δεν αξίζει., είναι άχρηστο•ни -а (-а) нет; -а (-а) нет; (ни) -а за душой нет – καθόλου, διόλου, απολύτως τίποτε•в грош не ставить кого-что – θεωρώ για τίποτε, δεν λογαριάζω καθόλου, πεντάρα δε δίνω σημασία•ни за -(погибнуть, пропасть – κ.τ.τ.) άδικα, μάταια, στα χαμένα, ανώφελα, τζάμπα•ни за грош нет – καθόλου, διόλου, ούτε σταλιά•быть без -а – είμαι απένταρος, αδέκαρος, άφραγκος. -
11 далеко
κ. далеко1. επίρ. μακριά, αλάργα, πέρα, απόμακρα•я живу далеко от вас ζω μακριά από σας.
2. ως κατηγ. είναι μακριά•до фронта отсюда далеко το πολεμικό μέτωπο απ’ εδώ είναι μακριά•
ему далеко до совершенства απέχει πολύ από του να γίνει τέλειος.
3. (με την πρόθεση «В» κ. ουσ.) βαθιά•зайти далеко в лес μπαίνω βαθιά στο δάσος.
εκφρ.далеко за... – α) αργά, πάρωρα•далеко за полночь – αργά μετά τα μεσάνυχτα, β) πολύ περισοότερο απο, πάνω απο•ему далеко за сорок – είναι πολύ περισσότερο από σαράντα (χρόνια)•далеко не – καθόλου διόλου•далеко не трус – δεν είναι καθόλου δειλός•далеко не глуп – δεν είναι καθόλου κουτός•далеко до... – δε φτάνει πολύ, θέλει (χρειάζεται) πολύ ακόμα•ему далеко до меня – θέλει πολύ ακόμα για να με φτάσει•далеко не уедешь ή не уйдешь – μακριά δε θα πας (δε θα πετύχεις το σκοπό σου, δε θα προοδέψεις)•далеко пойти – κάνω την καριέρα μου, προοδεύω, διαπρέπω, προκόβω•с его способностями он пойдет – με τις ικανότητες που έχει θα προκόψει πολύ•далеко зайти – προχωρώ πολύ•выходить -за... – ξεπερνώ τα όρια... -
12 никак
никак 1επίρ.με κανένα τρόπο καθόλου, εντελώς (όχι)•это он никак не понимает αυτό δεν το καταλαβαίνει αυτός με κανένα τρόπο•
никак нельзя είναι εντελώς αδύνατο•
я этого никак не ожидал αυτό καθόλου δεν το περίμενα.
εκφρ.никак нет – τελείως όχι• καθόλου, ουδόλως, ουδαμώς, μηδαμώς.никак 2μόριο (απλ.) φαίνεται (ότι), όπως φαίνεται•никак это ваш брат едет σαν να είναι ο αδερφός σας αυτός που έρχεται•
никак вы позабыли φαίνεται ότι ξεχάσατε.
-
13 никак
никак με κανένα τρόπο, καθόλου, είναι αδύνατο να...* * *με κανένα τρόπο, καθόλου, είναι αδύνατο να... -
14 мало
мало1. нареч λίγο, ὀλίγο[ν]:слишком \мало πολύ λίγο*, \мало народу λίγος κόσμος· это его́ \мало интересует αὐτό λίγο τόν ἐνδιαφέρει·2. предик безл:этого \мало αὐτό δέν ἀρκεί, αὐτό εἶναι λίγο, δέν φτάνει αὐτό· ◊ \мало кто зиает πολύ λίγοι ξέρουν \мало того́ вводн. сл. ὄχι μόνο, ἐκτος αὐτοῦ· \мало того́, что... δέν φτάνει (или δέν ἀρκεί) δτι· \мало ли что! разг καί τί μ'αύτό! \мало ли что может случиться ποιος ξέρει τί μπορεί νά συμβεί· \мало ли где я мог его встретить τόσο δύσκολο ἡταν νά τόν συναντήσω, ὅπου θές μπορούσα νά τόν συναντήσω1 ни \мало не... разг καθόλου δέν...· ни \мало не смутившись χωρίς νά τά χάσει καθόλου· ни много ни \мало ὁὔτε λίγο οὔτε πολύ. -
15 нимало
нималонареч διόλου, καθόλου:ваш вопрос меня \нимало не смущает ἡ ἐρώτησή σας δέν μέ πειράζει καθόλου. -
16 any
['eni] 1. pronoun, adjective1) (one, some, no matter which: `Which dress shall I wear?' `Wear any (dress)'; `Which dresses shall I pack?' `Pack any (dresses)'.) οποιοσδήποτε2) ((in questions and negative sentences etc) one, some: John has been to some interesting places but I've never been to any; Have you been to any interesting places?; We have hardly any coffee left.) κανένας, καθόλου2. adjective(every: Any schoolboy could tell you the answer.) οποιοσδήποτε3. adverb(at all; (even) by a small amount: Is this book any better than the last one?; His writing hasn't improved any.) καθόλου- anybody- anyone
- anyhow
- anything
- anyway
- anywhere
- at any rate
- in any case -
17 none
1. pronoun(not one; not any: `How many tickets have you got?' `None'; She asked me for some sugar but there was none in the house; None of us have/has seen him; None of your cheek! (= Don't be cheeky!).) κανένας,καθόλου2. adverb(not at all: He is none the worse for his accident.) καθόλου- none but- nonetheless
- none the less -
18 вообще
επίρ.1. γενικά, -ώς, εν γένει• κατά γενικόν κανόνα•вообще это верно, но в частности бывают исключения γενικά αυτό είναι σωστό,ό-• μως υπάρχουν και εξαιρέσεις.
|| κανονικά•вообще-то он прав κανονικά αυτός έχει δίκιο.
2. πάντοτε, πάντα•вообще он такой, не только сейчас πάντοτε τέτοιος ήταν, όχι μόνο τώρα.
|| τελείως, εντελώς• καθόλου•я вообще сегодня не пойду гулять εγώ σήμερα καθόλου δε θα πάω περίπατο.
εκφρ.вообще говоря ή сказать – μιλώντας γενικά. -
19 далёкий
επ., βρ: -лек, -лека, -леко και -лёко, πλθ. далеки, κ. далеки; дальше.1. μακρινός, αλαργινός, απώτερος•далёкий путь μακρινός δρόμος•
-ие страны μακρινές χώρες•
-ое будущее απώτερο μέλλον•
-ое прошлое μακρινό παρελθόν•
далёкий мой друг! μακρινέ μου φίλε! (πού ζει μακριά).
2. ξένος, άσχετος, αδιάφορος•он далек от наших интересов είναι ξένος προς τα συμφέροντα μας•
ваши слова -и от истины τα λόγια σας απέχουν πολύ από την αλήθεια•
они -ие друг гругу люди αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν τίποτε το κοινό μεταξύ τους ή είναι ξένοι ο ένας προς τον άλλον•
я -лек от подозрения δεν υποψιάζομαι καθόλου•
я -лек от мысли... δε σκέφτομαι καθόλου....
3. (με άρνηση)• έξυπνος, ευφυής, νοητικός•он не очень далёкий человек δεν είναι και τόσο έξυπνος άνθρωπος, δεν του κόβει και τόσο πολύ.
-
20 капля
-и, γεν. πλθ. -пель, δοτ. -плям θ.1. σταγόνα, σταλαματιά, στάλα• ρανίδα•-и дожди σταγόνες βροχής•
-и росы δροσοσταγόνες•
сердечные -и σταγόνες για την καρδιά.
2. ως επίρ. каплю λίγο, ελάχιστα, μια σταλιά ή μια σταγόνα.εκφρ.капля в море – σταγόνα στον ωκεανό (μηδαμινή ποσότητα)•капля за -ей ή капля по -е – σταλαματιά-σταλαματιά, λίγο-λίγο, σκαλί-σκαλί, βαθμιαία•до последней -и крови – μέχρι τελευταίας ρανίδας του αίματος•ни -и – ούτε σταγόνα, καθόλου•- и в рот не брать – δε βάζω σταλιά στο στόμα, δεν πίνω καθόλου οινοπνευματώδη ποτά•как две -и воды (похож на кого) – πανόμοιος, πανομοιότατος, ίδιος κι απαράλλακτος.
См. также в других словарях:
καθόλου — on the whole indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθόλου — (AM καθόλου) επίρρ. 1. γενικά, εν γένει, συνολικά («καθόλου εἰπεῑν») 2. (σε αρνητική πρότ. ή σε αρνητικές απαντήσεις) διόλου, ουδόλως, ουδαμώς (α. «απόψε δεν κοιμήθηκα καθόλου» β. «είσαι ευχαριστημένος;» «καθόλου» γ. «οὐδὲ καθόλου μακρὸν πλοῑον» … Dictionary of Greek
καθόλου — επίρρ. ποσοτ. 1. γενικά: Η εκτέλεση των γυμνασίων ήταν επιτυχής καθόλου. 2. σε αρνητ. προτάσεις έχει τη σημασία του ποσώς, ούτε στο ελάχιστο, ουδόλως: Δεν είμαι καθόλου ευτυχισμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καθολοῦ — κατά ὁλόομαι to be constituted a whole pres imperat mp 2nd sg κατά ὁλόομαι to be constituted a whole imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀθόλου — ἀθόλου , ἄθολος not turbid masc/fem/neut gen sg ἐθόλου , θολόω make turbid imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
γενικές ή καθολικές έννοιες — Όρος της φιλοσοφίας. Η συζήτηση γύρω από αυτές (τα καθόλου του Αριστοτέλη, λατινικά universalia) απασχόλησε ολόκληρη τη μεσαιωνική φιλοσοφία από τον 9o αι. και άρχισε με τη μελέτη της Εισαγωγής του Πορφυρίου στις Κατηγορίες του Αριστοτέλη και… … Dictionary of Greek
Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek