-
1 καθησυχασμός
[кагисихасмос] ουσ. а. успокаиваниеΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καθησυχασμός
-
2 успокоение
1. (действие) η καθησύχαση, ο καθησυχασμός, ο κατευνασμός 2. (состояние) η ηρεμία, η ησυχία 3 (колебаний) η απόσβεση (των ταλαντώσεων).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > успокоение
См. также в других словарях:
κατάπαυση — ἡ (AM κατάπαυσις) [καταπαύω] 1. τέλεια παύση, σταμάτημα, λήξη, τελειωμός, οριστικός τερματισμός («κατάπαυση εχθροπραξιών») μσν. αρχ. 1. καθησυχασμός, ηρέμηση, γαλήνευση, ησυχία, ανάπαυση 2. τόπος αναπαύσεως και ησυχίας, ησυχαστήριο 3. ο τόπος τής … Dictionary of Greek